miss Nolitax

9.21.2012

Lou Andreas-Salomé




Και μόνο για τη φράση αυτή αξίζει κανείς να μελετήσει την περίπτωση της Λου Σαλομέ. Και τότε θα ανακαλύψει πως η φοβερή αυτή γυναίκα άφησε εποχή όχι μόνο ως μούσα του Νίτσε αλλά και πολλών άλλων μεγάλων του πνεύματος. Ιδιαίτερα του Ρίλκε και του Φρόιντ.
[..]
Τί πράγμα έκανε τη Λου μοναδική και τόσο διαφορετική από τις άλλες γυναίκες που της εποχής της; Σύμφωνα με μιαν εξήγηση της ίδιας, ίσως αυτό να οφείλεται που 'χασε τη πίστη της στον Θεό, σ' ηλικία μόλις οχτώ ετών. Ήτανε γι' αυτή, τρομακτική εμπειρία. Πράγματι, σ' όλη της τη ζωή συνέχισε ν' αναρωτιέται πως θα μπορούσε να ζήσει κανείς στον κόσμο, χωρίς πίστη, χωρίς Θεό. Ένιωσε σα να ενηλικιωνότανε ξαφνικά, πως ήτανε διαφορετική απ' όλους τους γνωστούς και τους συγγενείς της, προς τους οποίους φυσικά, ένιωθε μια βαθιά και συγκαταβατική συμπάθεια. 
Με τη πάροδο των χρόνων και μέχρι τα δεκαοχτώ της, γινόταν όλο και πιο ανεξάρτητη, όλο και πιο φιλελεύθερη και φυσικά υποστήριζε τούτη τη διαφορετικότητα μ' απαράμιλλο κουράγιο και ψυχωμένα. Ίσως εδώ να μιλούσε και το στρατιωτικόν αίμα του πατέρα της. Όμως, κοντά σε τούτα τα χαρακτηριστικά θα πρέπει να προστεθούν κι η πρόωρη ωρίμανση, η γενναιότητα, η δυσπιστία προς το κοινωνικό και θρησκευτικό περιτύλιγμα της εποχής με τα συναφή του κι η πελώρια λαχτάρα και δίψα για γνώση κι επίγνωση του κόσμου, καθώς επίσης κι η λατρεία της πνευματικότητας. Κι όλα τούτα από έφηβη, παρακαλώ. Πάνω κει, στα 18 της, χάνει τον πατέρα της, το 1879, πράγμα που επηρέασε πιθανότατα τις μετέπειτα επιλογές της και μάλιστα πολύ.[..]
[..]
Μια μέρα που η Λου είχεν επισκεφτεί τη βασιλική του Αγίου Πέτρου, εμφανίστηκε μπροστά της κάποιος άντρας με φλογερό και βαθύ, θλιμμένο βλέμμα, γοητευτικός και μ' ένα παχύ μουστάκι. Μόλις την είδε κοντοστάθηκε κι αναφώνησεν αυθόρμητα:
 -"Από ποια άστρα πέσαμε για να συναντηθούμε εδώ";
 Εκείνη κεραυνοβολήθηκεν από το έντονο βλέμμα του που "ανακλούσεν αυτό που συνέβαινε μέσα του, αντίθετα από τις φευγαλέες εξωτερικές εκφράσεις" (Πέτερς, 92). Σε λιγάκι ο φιλόσοφος ήτανε βαθιά ερωτευμένος και μιλούσε μ' ενθουσιασμό στους φίλους του γι' αυτήν. Η Φραντζ Όβερμπερκ, σύζυγος ενός απ' αυτούς, έγραψε στον άντρα της: "Εκείνος βρίσκεται στην ηλικία, που μια άρνηση ή κάποιο λάθος, δύσκολα υποφέρονται, ενώ κείνη βρίσκεται σ' αντίθεση με την οικογένειά της και τη κοινωνία. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να πληγωθεί ο μεγαλύτερος..."

Η κατάσταση αυτή ήταν αρκετά σύνθετη και καθόλου ευνοϊκή. Ο Ρέε είχε τον χρόνο να την ερωτευτεί μες από τη συναναστροφή, τη κουβέντα και τους περιπάτους τους. Ο Νίτσε την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Ο Ρέε κι ο Νίτσε ήτανε φίλοι. Η Λου είχεν ήδη απορρίψει τον Ρέε, μα κείνος έμενε τριγύρω της με την ελπίδα να πετύχει κάτι καλύτερο, όντας θλιμμένος από την απόρριψη. Ο Νίτσε δεν έβλεπε λόγο για να νιώθει ανησυχία γιατί είχε διακρίνει στα μάτια της το ότι ενέδιδε μάλλον στο φλερτ του. Η κυρα-Λουίς, αντίθετα, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρωσία, αφήνοντας τη κόρη της στη Γερμανία, σε κάποια φίλη. Ο Νίτσε, με τον Ρέε, τις πρόφτασε στο Μιλάνο και τις έπεισε να κάνουνε μιαν εκδρομή στη λίμνη Όρτα. Μπόρεσε τελικά να ξεμοναχιάσει τη Λου και να κάνουνε μαζί ένα περίπατο στο Μόντε Σάκο, μια σχετικά μικρή δασώδης βουνοπλαγιά, με διάστικτα παλαιά κτίρια. Η μητέρα κι ο Ρέε, κουράστηκαν να περπατούν κι οι δυο τους πήρανε το μονοπάτι, υποτίθεται για καμμιάν ώρα, μα γυρίσαν αργά τ' απόγευμα κι οι δυο φανερά ταραγμένοι.
Τι συνέβη μεταξύ τους το απόγευμα κείνο, δεν έγινε γνωστό, αλλά είναι αλήθεια πως η γοητεία του τηνε παρέσυρε για κάμποσο. Η ίδια θα πει, χρόνια μετά: "Αν φίλησα τον Νίτσε στο Μόντε Σάκο, δε το θυμάμαι πια.." Ο Νίτσε, αντίθετα, της έγραψε λίγο μετά: "Σας οφείλω τ' ομορφότερον όνειρο της ζωής μου". Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχε συνέλθει κάπως από το σοκ, είχε πει: " Η Λου της Όρτα, ήταν έν άλλο πλάσμα..." Όταν επισκέφτηκε τους Όβερμπεκ, λίγο μετά, τον είδανε σε μια πρωτόφαντη διάθεση. "Μιλούσε συνέχεια για τη Λου κι ήτανε σα να 'χε κερδίσει τον κόσμον όλο" (Πέτερς, 97-101).  'Αντε βγάλτε συμπέρασμα!
Ο Νίτσε συνάντησεν έντονες αντιδράσεις κι από το στενό του περιβάλλον. Η μητέρα κι η αδερφή του προσπάθησαν να τονε μεταπείσουν. Στην αρχή η μητέρα του κι όταν εκείνος προσπάθησε να ζητήσει τη βοήθεια της Ελίζαμπετ, που 'χανε πιο στενή σχέση, κόντρα στη μητέρα, τηνε βρήκε πρώτη φορά, απέναντί του. Στο μεταξύ έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε ν' αναβληθεί η επιστροφή της στη Ρωσία κι εδώ υπάρχει μια τραγική ειρωνεία. Ο Νίτσε γνώριζε τον έρωτα του Ρέε με κάποια νεαρή ρωσίδα. Ο Ρέε είχε πληροφορηθεί τον έρωτα του Νίτσε για κάποια νεαρή κοπέλα. Δεν είχαν ακόμα συνδέσει τα γεγονότα και δε γνωρίζανε πως επρόκειτο για το ίδιο πρόσωπο. Έτσι για κάμποσο διάστημα, προσπαθούσανε κι οι δυο να εξασφαλίσουνε παράταση στην ίδια κοπέλα, ψάχνοντας ιδέες και της βρήκανε μια θαυμάσια πρόταση για μια μελέτη που θα τη κρατούσε μακριά τη φυγή της για κανά χρόνο. Μάταια η μαμα-Λουίς πάσχιζε να τη μεταπείσει, -η Λου ήταν Αγύριστο Κεφάλι, άλλη μια φορά.
Όταν η Λου κι ο Νίτσε συναντηθήκανε στη Λουκέρνη, της πρότεινε γάμο, ανοιχτά και ξεκάθαρα, μα κείνη του εξήγησε πως δε πρέπει να 'χει αυταπάτες, ακόμα κι αν αποφάσιζε να μην επιστρέψει στη Ρωσία και να παραμείνει στη Γερμανία με τους νέους φίλους της. Φεύγει για τη Πρωσσία και φιλοξενείται λίγες μέρες από την οικογένεια του Ρέε κι εκεί διαπιστώνει πως μεταξύ των δυο φίλων θα προτιμούσε τον μικρότερο και πιο ισορροπημένο. Ο Νίτσε τότε μόνο συλλαμβάνει την υποψία πως ο Ρέε κι η Λου έχουνε ...κάτι και το συλλαμβάνει ...ανάποδα! Πιστεύει πως οι δυο τους του παίζουνε παιχνίδι πίσω από τη πλάτη του, για να έχουνε κάλυψη στον δεσμό τους και να τους βοηθήσει να πετύχουνε την αναβολή της αναχώρησης. Τότε κάνει κάτι ... ποταπό: Συνθέτει μια φωτογραφία, σε κάποιο διάσημο τότε, ελβετό φωτογράφο, τον Jules Bonnet, με τους τρεις τους, όπου η Λου είναι πάνω σ' ένα κάρο κι οι δυο τους, Νίτσε και Ρέε, είναι ζεμένοι! Η Λου κρατά και τα γκέμια τους και το μαστίγιο που τους κεντρίζει.
[...]

Στο δοκίμιο που τιτλοφορείται Σκέψεις για το πρόβλημα του έρωτα, η Λου καταγίνεται ευθέως με την ανάλυση του ερωτικού ζεύγους, με ένα πρόβλημα δηλαδή που την αφορούσε απολύτως - τόσο την ίδια όσο και τους υποψήφιους εραστές της.

«Στην αγάπη», γράφει, «μας καταλαμβάνει μια ορμή του ενός προς τον άλλον που δεν μοιάζει με τίποτε ακριβώς, καθότι κάτι νέο, ξένο, κάτι που προαισθανθήκαμε και ποθήσαμε, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, δίνει γι’ αυτό την πρώτη ώθηση - τίποτε από το γνωστό μας, οικείο περιβάλλον με το οποίο έχουμε από καιρό αναμειχθεί, το οποίο απλώς επαναλαμβάνει εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό φοβάται κανείς πάντα το τέλος μιας ερωτικής μέθης, ευθύς ως δύο άνθρωποι γνωριστούν πολύ καλά και χαθεί η τελευταία γοητεία του νέου. Και γι’ αυτό οι απαρχές μιας ερωτικής μέθης, με τον αβέβαιο και τρεμουλιαστό φωτισμό με τον οποίο αρχίζει, έχουν όχι μόνο μιαν ανείπωτη γοητεία ως ίδιο χαρακτηριστικό αλλά και μια δύναμη που διεγείρει ιδιαιτέρως γόνιμα, που συγκλονίζει βαθιά ολόκληρη την ύπαρξη του ανθρώπου, που θέτει ολόκληρη την ψυχή σε κραδασμό, έτσι που με δυσκολία πια εξαλείφεται αργότερα. Βέβαιον είναι ότι από τη στιγμή που το αγαπημένο αντικείμενο επιδρά επάνω μας ως απείρως γνωστό και συγγενές και οικείο και ουδόλως -σε κανένα σημείο πλέον- ως ένα σύμβολο ξένων δυνατοτήτων και δυνάμεων ζωής, η αληθινή ερωτική μέθη φτάνει στο τέλος της».
Η Λου «κατακτούσε» τους άνδρες χωρίς να αφήνεται να κατακτηθεί. Αυτή ήταν η δύναμή της, η πηγή της γοητείας της και πιθανώς το κρυφό της τραύμα. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι αρχίζοντας τις αναλύσεις του ερωτικού ζεύγους πηγαίνει κατευθείαν στη σαρκική πράξη παρά στην ψυχική έλξη που χαρίζει ευτυχία και ενίοτε τρελαίνει. Αποδέχεται βέβαια ότι οι ερωμένοι έχουν ανακαλύψει τον εαυτό τους με επικίνδυνο τρόπο, οπότε ακολουθεί μια περίοδος βαθιάς συμπάθειας, με τη διαφορά φυσικά ότι αυτή η διάθεση διαφέρει ριζικά από την προηγούμενη κατάσταση. Εξαιρετική είναι η παρατήρησή της ότι όταν η ερωτική «μέθη» καταλήγει σε φιλία, οι εραστές συνειδητοποιούν ότι η ερωτική διέγερση δεν ήταν κάτι το ομοιογενές μ’ εμάς, απεναντίας τα νεύρα μας συγκλονίζονταν απέναντι σε έναν ξένο κόσμο ο οποίος αποκλείει την οικειότητα. Έχουμε, δηλαδή, τον «πόλεμο των φύλων», που θα γεννήσει πελώρια φιλολογία και θα ερμηνεύσει το ερωτικό ζεύγος τόσο ως ρομαντική απολυτότητα όσο και ως υποχρεωτικό καθήκον του γάμου που φέρνει στον κόσμο τους απογόνους.

 

Τυχαία μήπως η Λου θυμάται τη φοβερή –για την εποχή- φράση του Σαμφόρ: «Ο έρως δεν είναι τίποτε άλλο από συγχρωτισμός δύο επιδερμίδων».

Η Λου απαριθμεί και αναλύει όλες τις μορφές ερωτικής συνάντησης που βίωσε: έρως άνευ ανταποκρίσεως, έρως παράφορος που καταλήγει σε άγρια μοναξιά, έρως με απογόνους ή χωρίς απογόνους, ευτυχία μέσω διπλασιασμού, ερωτική μέθη και ερωτική δυστυχία. Ειδική δύναμη έχουν κάποιες αιφνίδιες περιγραφές της ερωτικής πληρότητας που αποσπούν λυρικές ομολογίες από τη Ρωσίδα πρωθιέρεια του έρωτα. «Κάθε έρωτας φέρνει ευτυχία, ακόμη και ο πλέον άτυχος. Η σοβαρότητα αυτής της ρήσης πρέπει να γίνει κατανοητή εξ ολοκλήρου χωρίς συναισθηματισμό, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο αγαπημένος άλλος, απλώς ως ευτυχία του καθαυτό έρωτα, ο οποίος στην εορταστική του αναστάτωση ανάβει έως την πιο κρυφή γωνιά του Είναι μας εκατοντάδες φωτεινά κεριά, των οποίων η λάμψη καταυγάζει όλα τα πραγματικά αντικείμενα».

Η Λου συγκρίνει αυτή την κατάσταση με το παιδί που βυθίζεται στην αρχέγονη ταύτιση σώματος και πνεύματος κυριαρχούμενο από την προίκα μιας ιδιοφυΐας που, ενώπιον του απίθανου κόσμου, εκφράζεται με μιαν αφελή κωλοτούμπα.

Έρως, γράφει, σημαίνει το εξής: «Να ξέρουμε κάποιον του οποίου το χρώμα πρέπει να παίρνουν τα πράγματα, αν θέλουν να φτάσουν πλήρως ως εμάς, ούτως ώστε να παύουν να είναι αδιάφορα ή φοβερά, ψυχρά ή κενά, και ακόμη και τα πλέον απειλητικά ανάμεσά τους, όπως τα κακά ζώα, με την είσοδό τους στον κήπο της Εδέμ, να πέφτουν εξημερωμένα στα πόδια μας».
Ο εαυτός του ερωτευμένου είναι, άραγε, κάτι που ποδοπατείται ανεξέλεγκτα ή, αντίθετα, αποτελεί τη βαθιά οικονομία της ψυχής, η οποία μπορεί να γεννά την απελπισία του προδομένου ή την εσωτερική καρποφορία και ομορφιά; Η Λου συμπεραίνει με αίσθημα μεγαλείου: «Μόνον όποιος μένει πλήρως ο εαυτός του είναι κατάλληλος να αγαπιέται διαρκώς, επειδή μόνον αυτός μπορεί στη ζωντανή πληρότητα να συμβολίζει για τον άλλον τη ζωή, μόνον αυτός μπορεί να γίνει αισθητός ως μια δύναμή της». Και συνεχίζει απαριθμώντας τα σφάλματα του έρωτα: φοβισμένη προσαρμογή, αμοιβαία τριβή, ατέλειωτες αμοιβαίες υποχωρήσεις, συνύπαρξη για πρακτικούς λόγους. Ως εκ τούτου, μετά από μια μακρά ζωή φαινομενικά ευτυχισμένη, όταν ο θάνατος χωρίζει ένα ερωτικό ζεύγος, ο επιζών αρχίζει αίφνης να ξανανιώνει κατά έναν τελείως καινοφανή τρόπο. Με απλά λόγια, γίνεται άλλος άνθρωπος, διότι απελευθερώνει την εσωτερικότητά του. Ειδικά η γυναίκα, μετά τον θάνατο του συζύγου, ανακαλύπτει ότι είχε υποβιβαστεί σε απλό «ήμισυ». Οι θλιμμένες χήρες βιώνουν μιαν όψιμη άνθιση της καταπιεσμένης τους οντότητας. Εκεί που το ζεύγος έλεγε «εμείς» αντί για «εγώ», τώρα το εγώ της επιβιωσάσης γνωρίζει μια φοβερή περίοδο εγωμανίας.

Η στροφή της προς την ψυχανάλυση και η γνωριμία της με τον Φρόυντ αποτέλεσε, όπως τονίζουν οι βιογράφοι της, ένα νέο στάδιο έρευνας και δημιουργικότητας, που απέσπασε τα εγκώμια του Φρόυντ. Το 1931 γράφει ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης:
«Αγαπητή Λου, βέβαια δεν έχει συμβεί συχνά να έχω εκφράσει τον θαυμασμό για μια ψυχαναλυτική εργασία αντί να την επικρίνω. Αυτό πρέπει να το κάνω αυτήν τη φορά. Είναι το πιο ωραίο που έχω διαβάσει από σας, μια αθέλητη απόδειξη της υπεροχής σας υπεράνω όλων μας, αντίστοιχη του ύψους, από το οποίο έχετε κατέλθει σ’ εμάς. Είναι μια γνήσια σύνθεση, όχι η ανόητη, θεραπευτική των αντιπάλων μας, αλλά η γνήσια, επιστημονική, στην οποία θα μπορούσε κανείς να έχει εμπιστοσύνη...».
Εγκαρδιότατα ο δικός σας Φρόυντ

Aπόσπασμα από το «Ίδε ο άνθρωπος» του Νίτσε: 

«Το κείμενο, το σημειώνω ρητά, γιατί πάνω σ’ αυτό επικρατεί μια ευρύτερα γνωστή παρεξήγηση, δεν είναι δικό μου: πρόκειται για την εκπληκτική έμπνευση μιας νεαρής ρωσσίδας, με την οποία τότε είχα δέσει φιλία, της δεσποινίδας Lou Salome. Όποιος ημπορεί γενικά να κερδίσει ένα νόημα από τα τελευταία λόγια του ποιήματος, θα μαντέψει, γιατί το προτιμούσα και το θαύμαζα. Τα λόγια αυτά είναι μεγαλειώδη. Ο πόνος δεν ισχύει σαν αντίρρηση κατά της ζωής: «Δεν έχεις πια καμιά άλλη χαρά, για να μου δώσεις, ωραία! τότε σου μένει ακόμη ο πόνος σου…» (σελ.88)

Ο Νίτσε εξ αιτίας του χωρίς ανταπόκριση έρωτά του για την Σαλομέ , θέλησε να την εκδικηθεί και έδωσε παραγγελία σε φωτογράφο να μοντάρει την παρακάτω φωτογραφία:




Η Λου με μαστίγιο στο χέρι οδηγεί ένα κάρο που το σέρνουν αντί για άλογα, δυο άντρες. Κι ο ένας είναι ο ίδιος ο Νίτσε! Ο συμβολισμός εμφανέστατος. Και αργότερα στο Ζαρατούστρα του θα εξάγει το πικρό συμπέρασμα:
"Όταν πηγαίνετε στη γυναίκα μη λησμονείτε το μαστίγιο!"
 «Η Κίρκη είναι έξυπνη. Γι’ αυτό είναι και τόσο έμορφη, ώστε να φαντάζει μάγισσα και μάγισσας παιδί. … Αν δεν ήταν έξυπνη η Κίρκη, δε θα ‘τανε όμορφη. Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης. Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά. Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο από αιτίες απροσδιόριστες. Είναι το «αμήχανον κάλλος» που λέει ο Πλάτων.»
Παρατήρηση του Λιαντίνη στη «Γκέμμα» (σελ. 45)





 

πηγές :
http://www.lifo.gr/mag/features/3400
http://educandus.blogspot.gr/2007/07/blog-post_19.html
http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=974


αναδημοσίευση, από: http://8apeiro.blogspot.gr/

9.12.2012