miss Nolitax

3.21.2012

Harlequin and Death

I Like America and America Likes Me


Artist: Joseph Beuys
 May 1974


A master of compelling performance pieces, Beuys flew to New York, picked up by an ambulance, and swathed in felt, was transported to a room in the Rene Block Gallery. The room was also occupied by a wild coyote, and for a period of 8 hours a day for the next three days, Beuys spent his time with the coyote in the small room, with little more than a felt blanket and a pile of straw. While in the room, the artist engaged in symbolist gestures, such as striking a triangle and tossing his gloves to the coyote. At the end of the three days, the coyote, who had become quite tolerant of Beuys, allowed a hug from the artist, who was transported back to the airport via ambulance. He never set foot on outside American soil nor saw anything of America other than the coyote and the inside of the gallery.


3.05.2012

Ο καθρέφτης κι η μάσκα


Από: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Τό βιβλίο τής άμμον, μτφρ. Σπ. Τσακνιάς, Αθήναι 1982, σσ. 79-84, © εκδόσεις Νεφέλη, Μαυρομιχάλη 9, Αθήναι, τηλ. 0103607744
Ό καθρέφτης κι ή μάσκα

Μετά τή μάχη τού Κλόνταρφ, δπου νικήθηκαν οι Νορβηγοί, ό Βασιλιάς τής Ιρλανδίας μιλούσε μέ τόν αύλικό του ποιητή.   «Τάμεγαλύτερα κατορθώματα χάνουν τή λάμψη τους άν δέ μπουν μέσα σέ λέξεις», ειπε ό βασι­λιάς. «Θέλω νά ψάλλεις τή νίκη μου καί τό έγκώμιό μου. Θά ’μαι ό Αινείας καί θά ’σαι ό Βιργίλιός μου. Θεωρείς τόν εαυτό σου ικανό γι’ αυτή τήν άποστολή που θά χαρί­σει τήν αθανασία καί στους δυό μας;» «Μάλιστα, Κύριέ μου», ειπε ό βάρδος. «Είμαι ό Όλλαν. Δώδεκα χειμώνες παιδεύτηκα στους κανόνες τής προσωδίας. Ξέρω άπέξω τούς τρακόσους εξήντα μύθους πού ’ναι ή βάση τής αληθινής ποίησης. Οι κύκλοι τοΰ ’Άλστερ καί του Μάνστερ είναι στίς χορδές τής αρπας μου. Οι νόμοι μοΰ επιτρέπουν νά χρησιμοποιώ μ’ απλοχεριά τίς πιό παλιές λέξεις τής γλώσσας μας καί τίς πιό περίπλοκες μεταφορές. Έχω καταχτήσει τά μυστικά τοΰ γραψίματος πού προστατεύουνε τήν τέχνη μας απ' τά μυωπικά μάτια τού δχλου. Μπορώ νά εγκωμιάσω ερωτες, ζωοκλοπές, ταξίδια και πολέμους. Ξέρω τή μυθολογική καταγωγή ό­λων των βασιλικών οϊκων τής Ιρλανδίας. Έχω κάποια γνώση μιας αμερόληπτης αστρολογίας, μαθηματικών, κανονικού δικαίου καί τών ιδιοτήτων τών φυτών. Νίκησα τούς ανταγωνιστές μου σέ δημόσιους διαγωνισμούς. Εί­μαι δεξιοτέχνης τής σάτιρας, πού προκαλεϊ δερματικές παθήσεις, περιλαμβανομένης καί τής λέπρας. Ξέρω νά χειρίζομαι τό σπαθί, καθώς άπόδειξα στή μάχη σας. Ένα μονάχα πράμα δεν ξέρω -πώς νά σάς εύχαριστήσω γιά τό δώρο πού μού κάνατε».
  Ό βασιλιάς, πού βαριόταν εύκολα τις μακρυγορίες, ιδιαίτερα τών άλλων, ειπε μέ άνακούφιση: «Τά ξέρω δλ’ αυτά, πολύ καλά. ’Άκουσα πώς τελευταία τραγούδησε τ’ άηδόνι στήν Αγγλία. Όταν περάσουν τά χιόνια κι οι βρο­χές, καί τ’ άηδόνι επιστρέφει στόν τόπο μας απ’ τίς νότιες χώρες, θά ψάλλεις τά εγκώμιά σου μπροστά στήν Αυλή καί στή Σχολή τών Βάρδων. Σοϋ παραχωρώ εναν ολό­κληρο χρόνο. Κοίτα νά έξευγενίσεις κάθε λέξη καί κάθε γράμμα, καί νά τούς δώσεις μιάν άστραφτερή λαμπρότη­τα. Ή ανταμοιβή, καθώς ξέρεις, δέ θά ’ναι ανάξια οΰτε τών βασιλικών μου συνηθειών οΰτε τών άγρυπνων νυ­χτών τής εμπνευσής σου». «Υπάρχει μεγαλύτερη άνταμοιβή απ’ τό νά βλέπω τή μεγαλειότητά σας;» ειπε ό ποιητής πού ήταν ταυτό­χρονα καί αύλικός. Ύποκλίθηκε κι αποχώρησε, έχοντας κιόλα στο μυαλό του τή φευγαλέα μορφή καναδυό στίχων  · Σάν κύλησε ό χρόνος - κι ήταν μιά κακή χρονιά, δλο επιδημίες κι εξεγέρσεις - ό ποιητής παρουσίασε τόν πανη­γυρικό του. Τόν άπάγειλε αργά καί μέ αυτοπεποίθηση, χωρίς νά ρίξει οΰτε μιά ματιά στό χειρόγραφο. Μέ μιά κίνηση τού κεφαλιού του, ό βασιλιάς εδειξε τήν έπιδοκιμασία του. Τόν μιμήθηκαν δλοι, άκόμα κι αυτοί πού συνωστίζονταν στίς πόρτες καί δεν μπόρεσαν ν’ άκούσουν οΰτε μιά λέξη. Στό τέλος μίλησε ό βασιλιάς. «Δεκτός ό μόχθος σου,» είπε. «Είναι άλλη μιά νίκη. Έχεις δώσει στήν κάθε λέξη τ’ άληθινό της νόημα, καί στό κάθε ουσιαστικό τό επίθετο πού δίναν οί παλιοί μας ποιητές. Σ’ δλο τόν πανηγυρικό σου δέν υπάρχει οΰτε μιά εικόνα πού νά μήν ήτανε γνωστή στούς κλασικούς. Ό πό­λεμος είναι τ’ δμορφο σύμπλεγμα τών άνδρών, καί τό αί­μα είναι τό νερό τού σπαθιού. Ή θάλασσα έχει τούς θεούς της καί τά σύννεφα προλέγουνε τό μέλλον. Χειρίστηκες μέ μαστοριά τή ρίμα, τήν παρήχηση, τή συνήχηση, τή διάρ­κεια τών φθόγγων, τά τεχνάσματα τής έμπειρης ρητορι­κής καί τή σοφή ποικιλία τών μέτρων. ’Άν δλη ή λογοτε­χνία τής Ιρλανδίας ήταν νά χαθεί —δ μή γένοιτο— θά μπορούσε νά ανασυγκροτηθεί, χωρίς άπώλειες, από τήν κλασική ώδή σου. Τριάντα γραφιάδες θά τήν άντιγράφουν, ό καθένας δώδεκα φορές».
 Έγινε γιά λίγο σιωπή, κι υστέρα συνέχισε: «Όλα είναι καλά κι ώστόσο τίποτα δέν έγινε. Τό αίμα δέν τρέχει γρηγορότερα στίς φλέβες μας. Τά χέρια μας δέν άπλώθηκαν ν’ αρπάξουνε τό τόξο. Κανένας δέ χλώμιασε. Κανένας δέν έβγαλε μιά πολεμική κραυγή, κανένας δέν πρόταξε τά στήθια του ενάντια στούς Βίκινγκ. Πρίν περάσει ένας χρόνος, ποιητή, θά ’χουμε τήν εύχαρίστηση νά έπικροτήσουμε μιάν άλλη ώδή σου. Στό μεταξύ, σάν ένα δείγμα τής επιδοκιμασίας μας, πάρε αυτόν τόν άσημένιο καθρέφτη». «Καταλαβαίνω», είπε ό βάρδος, «κι υποβάλλω τίς εύχαριστίες μου». Τ’ άστέρια τ’ ουρανού συνέχιζαν τή λαμπερή πορεία τους. Γι’ άλλη μιά φορά τραγούδησε τ’ άηδόνι στά δάση τών Σαξώνων, κι ό ποιητής ήρθε ξανά μέ τό χειρόγραφό του πού, αυτή τή φορά, ήταν μικρότερο απ' τό προηγού­μενο. Δεν τό άπάγγελε από μνήμης, αλλά τό διάβασε, μ’ ολοφάνερη διστακτικότητα, παραλείποντας εδώ κι έκεΐ ο­ρισμένα άποσπάσματα, σά νά μήν τά καταλάβαινε κι ό ί­διος, ή, σά νά φοβόταν μήν τά βεβηλώσει. Ήταν παρά­ξενη ώδή. Δεν ήταν ή περιγραφή τής μάχης ήταν ή μά­χη. Μέσα στή χαώδη πολεμική της ατμόσφαιρα, συ­γκρούονταν μεταξύ τους ό Θεός πού είναι Τρεις καί είναι Ένας, οί είδωλολατρικές θεότητες τής Ιρλανδίας, κι ε­κείνες πού θά εξαπέλυαν πόλεμο εκατοντάδες χρόνια αρ­γότερα, στήν αρχή τής Παλαιότερης Έδδα. Ή μορφή δέν ήτανε λιγότερο παράδοξη. Ένα ουσιαστικό στόν ένικό, συντάσσονταν μ’ ενα ρήμα στόν πληθυντικό. Οί προ­θέσεις δέν είχαν καμιά σχέση μέ τήν κοινή χρήση. Ή τρα­χύτητα εναλλασσόταν μέ τή γλυκύτητα. Οί μεταφορές ή­ταν αύθαίρετες, ή τουλάχιστον, ετσι μοιάζαν. Ό βασιλιάς, αντάλλαξε λίγα λόγια μέ τούς λόγιους πού ήταν μαζεμένοι γύρω του, κι είπε στό βάρδο: «Ή πρώτη σου ώδή, καθώς ήμουνα σε θέση νά πώ, ήταν μιά προσφυέστατη έπιτομή δλων των μέχρι τώρα άσμάτων τής Ιρλανδίας. Ή σημερινή σου ώδή τά ξεπερνάει, κι ί­σως εκμηδενίζει δ,τι προηγήθηκε. Καταπλήσσει, θαμ­πώνει, προξενεί τό δέος καί τό θαυμασμό. Οί αγράμματοι δέ θά τήν καταλάβουν άντάξιοί της είναι μόνο οί μορφω­μένοι, οί λιγοστοί. Μιά φιλντισένια κασετίνα θά ’ναι ό χώρος δπου θά φυλάγεται τό μοναδικό της αντίτυπο. Άπό τήν πένα πού ’βγαλε ενα τόσο περίφημο εργο, μπο­ρούμε νά περιμένουμε κάτι ακόμα πιό υψηλό». Καί πρόσ- θεσε μ’ ενα χαμόγελο: «Φιγούρες είμαστε σέ κάποιο μύ­θο, καί, καλό ’ναι νά θυμόμαστε δτι στούς μύθους πρωτο­στατεί ό αριθμός τρία». «Τά τρία δώρα τού μάγου, τά τρίστιχα, καί ή άδιαφιλονίκητη 'Αγία Τριάδα,» πήρε τό θάρρος νά μουρμουρί­σει ό βάρδος. «Σάν δείγμα τής επιδοκιμασίας μας», συνέχισε ό βασιλιάς, «πάρε αυτή τή χρυσή μάσκα». «Κατάλαβα», είπε ό βάρδος, «κι υποβάλλω τίς ευ­χαριστίες μου». Ή επέτειος ξαναγύρισε. Οί φρουροί τού παλατιού πρόσεξαν πώς ό ποιητής δέν κρατούσε χειρόγραφο. Ό βα­σιλιάς τόν κοιτούσε κατάπληκτος* ό βάρδος, ήταν άλλος άνθρωπος. Κάτι άλλο, κι ό χρόνος είχε αύλακώσει τό πρόσωπό του κι είχε μεταμορφώσει τά χαρακτηριστικά του. Τά μάτια του έδειχναν σά ν’ άτενίζανε μακριά στό βάθος ή σά νά ήτανε τυφλός. Παρακάλεσε νά τού έπιτρέψουνε δυό λόγια μέ τό βασιλιά. Οι υποτακτικοί άδειάσανε τήν αίθουσα. «Δέν έγραψες τήν ώδή;» ρώτησε ό βασιλιάς. «Ναί», απάντησε ό βάρδος θλιμμένα, «πού νά μ’ εί­χε εμποδίσει ό Κύριος καί Χριστός μας!» «Μπορεΐς νά τήν έπαναλάβεις;» «Δέν τολμώ». «Θά σού δώσω εγώ τό θάρρος πού σού λείπει», είπε ό βασιλιάς. Ό βάρδος άπάγγειλε τό ποίημα  πού ήταν όλο κι όλο ένας στίχος. Μήν τολμώντας νά τόν επαναλάβουν δυνατά, ό ποιητής κι ό βασιλιάς, τόν άπολάμβαναν σά νά ’ταν μιά μυστική προσευχή ή μιά βλαστήμια. Ό βασιλιάς ήταν τόσο έντρομος καί τόσο συντριμμένος δσο κι ό βάρδος. Κοίταζαν ό ένας τόν άλλον κατάχλωμοι. «Στα νιάτα μου», είπε ό βασιλιάς, «άρμένισα κατά τή δύση. Σ’ ένα νησί είδα άσημένια κυνηγόσκυλα νά θανατώνουν χρυσαφιά άγριογούρουνα. Σ’ ένα άλλο, χορ­τάσαμε τήν πείνα μας μέ τ’ άρωμα μαγικών μήλων. Σ’ ένα τρίτο, είδα τοίχους από φωτιά. Στό πιό μακρινό νησί, ενα θολωτό καί κρεμαστό ποτάμι διέσχιζε τόν ουρανό, καί στά νερά του έπλεαν ψάρια καί βάρκες. Όλα αυτά είναι θαύματα, τό δίχως αλλο, δέν συγκρίνονται δμως μέ τό ποίημά σου πού, κατά κάποιο τρόπο, τά περιλαμβάνει δλα. Ποιά μαγγανεία σου τό ένέπνευσε;» «Την αυγή ξύπνησα προφέροντας λέξεις πού στήν αρχή δέν καταλάβαινα», είπε ό βάρδος. «Οί λέξεις αύτές ήταν ενα ποίημα. Ένιωσα σά νά ’χα διαπράξει κάποιο α­μάρτημα  πού τό "Αγιο Πνεύμα, ίσως, δέ συγχωρεΐ». «Ένα αμάρτημα πού τώρα μοιραζόμαστε οί δυό μας», είπε ό βασιλιάς ψιθυριστά. Ή αμαρτία του νά εχεις γνωρίσει τήν Όμορφιά, πού ’ναι ενα δώρο απαγορευμένο στούς άνθρώπους. Τώρα έχουμε τό χρέος νά έξιλεωθούμε. Σου ’δωσα εναν καθρέφτη καί μιά χρυσή μάσκα· ιδού τό τρίτο δώρο πού θά ’ναι καί τό τελευταίο». Στό δεξί του χέρι εβαλε ενα στιλέτο.
 Γιά τόν ποιητή, ξέρουμε πώς αύτοκτόνησε μόλις βγήκε απ’ τό παλάτι,  γιά τό βασιλιά, πώς είν’ ενας ζη­τιάνος πού περιπλανιέται σ’ δλη τήν Ιρλανδία πού ’ταν κάποτε τό βασίλειό του καί πώς δέν έπανέλαβε ποτέ τό ποίημα.


Συλλογή ισλανδικών ποιημάτων τού 13ου αι. γνωστή καί σάν Έδδα ή πεζή, σέ άν- τίθεση μέ τήν κατοπινότερη, 17ος αί., τή λεγάμενη Έδδα ή ποιητική.