miss Nolitax

7.26.2012

abandoned embodiment

 
 People overlooking the beautiful salt Lake Urmia in Iran before it dries up due to the dam built nearby by the government
http://theparalleluniverse.tumblr.com/post/27993310455/people-overlooking-the-beautiful-salt-lake-urmia





"Μια Ιστορία για τον Γαλλικό Μάη''

Οι Γάλλοι ήταν οι πρώτοι που δεν έκρυψαν ότι ο Πολιτισμός τους, με την ευρεία έννοια του όρου, θα μπορούσε να αποτελέσει άμεσο πλουτοπαραγωγικό πλούτο. Ήδη στο Μεσοπόλεμο, εκφράσεις όπως «πουλάμε τον Πολιτισμό», κάθε άλλο παρά σπάνιες ήταν, σε μια εποχή, δηλαδή, που αργότερα αποτυπώθηκε ότι το κλίμα της καθορίσθηκε από «το σύνδρομο του Ανατόλ Φρανς», του πρώτου συγγραφέα εν ζωή που βιβλίο του διατέθηκε σε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα στη Γαλλική γλώσσα. Η ευφορία ήταν τόσο μεγάλη και δύσκολα έβρισκες κάποιον να αντιστέκεται στην περιρέουσα ατμόσφαιρα.
Ένας από αυτούς, ο Τριστάν Τζαρά, στην επικήδεια δημόσια παρέμβασή του –λίγες μέρες μετά τον θάνατο του συγγραφέα το 1929- και αφού μίλησε για την επιφανειακή θεώρηση των πραγμάτων που διαπερνούσε το κατά τ’ άλλα «εύπλαστο και εξ απαλών ονύχων» έργο του, κατέληξε κυνικά: «τους όμοιους σου, πτώμα, δεν τους γουστάρω»…
Η αντίληψη που διαπερνούσε τους Γάλλους, όσον αφορά στον Πολιτισμό τους, είχε δημιουργήσει τον 19ο αιώνα αρκετά «πνευματικά θύματα». Το κίνημα του ηλεκτρισμού, ο Αμπέρ και η παρέα του, χαρακτηρίσθηκε ως «οι τρελοί επιστήμονες». Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο Εντγκάρ Άλαν Πόε και ο Γκυ ντε Μοπασάν τους απασχόλησαν μόνο για βιβλιογραφικούς σκοπούς. Και τα έργα των Μποντλέρ και Γκογκέν, για να μείνω μόνο σ’ αυτούς, αντιμετωπίστηκαν με επιθετικότητα. Βέβαια η «Γαλατική ευγένεια» επέτρεπε και λόγια αβρότητας. Κατ’ αυτήν «κρίμα που ο Πόε μπήκε τόσες φορές φυλακή» στη σύντομη ζωή του, ή ότι ο Μπαλζάκ σχοινοβατούσε για τριάντα πέντε χρόνια στο παιχνίδι «κλέφτες και αστυνόμοι» με τους τοκογλύφους του, προκειμένου να εκδοθούν τα βιβλία του…
Το γαλλικό πουρκουά, η σθεναρή αντίσταση αλλά και η ταυτόχρονη συνεργασία ευρύτατων στρωμάτων με τους Χιτλερικούς και η δίκη του Πετέν. «ήρωα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και στον 2ο κατοχικού ηγέτη», δημιούργησε πολλές ρωγμές στο ως τότε εποικοδόμημα. Ο Μπασελάρ, ο Λακάν και ο Στρος άνοιξαν νέους επιστημονικούς τομείς, ο Κοκτό και ο Αρτό στο θέατρο, η Πιάφ στο τραγούδι και περισσότερο ο Καμί στη λογοτεχνία («ένας Αλγερινός μόνιμος κάτοικος της χώρας έκλεψε τις καρδιές των Γάλλων, σε περίοδο, σχεδόν μεσούντος του περιβόητου πολέμου της Αλγερίας») έβαλαν καθοριστικά τη σφραγίδα τους στη δημιουργία της νέας εποχής. Ακόμα πιο καταλυτική ήταν η επέλαση της κινηματογραφικής νουβέλ βάγκ, με κυριότερους δημιουργούς τον Γκοντάρ, τον Τριφό, τον Ρενέ και τον παλιότερο Ρενουάρ, ή ακόμα και της νέας κωμωδίας, με τον Ζακ-Τατί και κυρίως τον Πιέρ Ετέξ.
Η πρώτη προβολή της ταινίας του τελευταίου «ο Μεγάλος Έρωτας», τον Φεβρουάριο του 1968, ήταν και το τελευταίο μεγάλο πολιτιστικό γεγονός, λίγο πριν το Γαλλικό Μάη. Παρά τη δημιουργική πανδαισία, η κοινωνία, εν δυνάμει πρωτοπόρα στρώματα αδυνατούσαν να αφομοιώσουν «στον αέρα» τις καταιγιστικές πολιτισμικές ματιές που διαρκώς ξεπηδούσαν. Έτσι ένα μήνα μετά, στη Ναντέρ, ο Κον Μπεντίτ, που παρουσία του υπουργού Παιδείας στο υπό κατάληψη Πανεπιστήμιο, αναρωτήθηκε «για ποια Παιδεία μας μιλάτε, όταν απαγορεύοντας τη συνεύρεση αγοριών και κοριτσιών στις Εστίες, μας δημιουργείτε σεξουαλικά προβλήματα» σόκαρε εξ ίσου και τους συμφοιτητές του, με αποτέλεσμα η κατάληψη, αλλά και το Πανεπιστημιακό Άσυλο, να μην αποτρέψει την σύλληψη του. Η ολιγόωρη κράτησή του, σε στυλ να δώσουμε ένα μάθημα στον θρασύ νεαρό, δεν απέφερε τυπικό κατηγορητήριο, παρά μόνο το διαχρονικό «έσπειρε καινά δαιμόνια»…
Στον κοντινό από τότε Μάη, τα γκράφιτις σε πολλούς τοίχους του Παρισιού, καθιέρωναν ως παγκόσμια αναφορά τη φράση «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο». Και αυτό φυσικά δεν ήταν το μόνο. Στο εξ ίσου διάσημο σύνθημα «τα θέλουμε όλα και τα θέλουμε τώρα», κάλλιστα έβρισκε κάποιος δίπλα του το «αντιπολιτευόμενο» του «δεν είμαστε δολοφόνοι, δεν θέλουμε τα πάντα, θέλουμε τα μισά». Και πολλά άλλα από τα δρώμενα της εποχής έφεραν «τη Φαντασία στην Εξουσία».
Με λίγα λόγια, ο Γαλλικός Μάης, αποτύπωσε απλά και γρήγορα και σηματοδότησε φέρνοντας στην επιφάνεια την όλη πολιτισμική δημιουργία, χωρίς την οποία άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι ίδιος και μοναδικός, σε μια πρωτοφανή σύνδεση (θα λέγαμε σήμερα live) με την κοινωνία, χρησιμοποιώντας ακόμη και πρωτοποριακά εκφραστικά μέσα. Μια σύνδεση που έφερε κοινωνικές καταστάσεις, σαν αυτή που περιέγραφε ο Τρυφό το 1962 στα «400 χτυπήματα», τον κοινωνικό δηλαδή αποκλεισμό και καταπίεση που υφίσταντο σ’ ένα ορφανοτροφείο, παιδιά χωρίς ή με αδήλωτους γονείς, να ανάγονται, δέκα το πολύ χρόνια αργότερα στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Ακριβής αποτίμηση του Γαλλικού Μάη, δεν μπορεί να γίνει ούτε τώρα, σαράντα χρόνια μετά. Τόσο για όσα έλαβαν χώρα, όσο και για όσα πολλά άνοιξε και έκανε κοινωνικό κτήμα στη σκέψη και στις πρακτικές των δεκαετιών που ακολούθησαν. Εικόνες όμως μπορούν να μεταφερθούν κάλλιστα, από πρωταγωνιστές, αλλά και άλλους, ακόμα και αγέννητους τότε, που κουβαλάνε έναν Μάη μέσα τους. Από τους πρώτους ξεχωρίζω δυο επισημάνσεις. Αυτή του Ζακ Ντεριντά «μπήκαμε ως Αριστεροί και βγήκαμε κάτι διαφορετικό, που είναι αδύνατο τώρα να προσδιορίσουμε», δείχνοντας και το μέγεθος των κοινωνικών μεταμορφώσεων και εκείνη του Γκυ Ντε Μπορ «πώς να μάθεις για τον Μάη, αν δεν το κάνεις θέαμα να τον καταναλώσεις», θέτοντας δηλαδή και τα όρια της δυναμικής του.
Αλλά και από τους σφόδρα πολέμιους του, όπως η εφημερίδα «Φιγκαρό», που έβλεπε «ότι μετέφερε στην κοινωνία το χάος που έκρυβε μέσα του», άποψη που αν τη δούμε χωρίς φόρτιση σήμερα, μάλλον συν προσδίδει σε μια υπόθεση που ξεσήκωσε δέκα εκατομμύρια Γάλλους και σε ελάχιστο χρόνο κάτι το καινούργιο και απρόσμενο ελάχιστα πριν συμβεί, μεταφέρθηκε (ασύρματα, πως αλλιώς να το πω) σε πολλές γωνιές του πλανήτη.
Στο κοινωνικό επίπεδο, νέα κινήματα έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους, τα περισσότερα από τα οποία αυτοπροσδιορίσθηκαν ή καταγράφηκαν από αναλυτές της εποχής ως η «Νέα Αριστερά», ρεύματα που σε επίπεδο ιδεών αλλά και πρακτικών συγκρούσθηκαν με τα παραδοσιακά σχήματά της και τις λογικές τους.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ένα βιβλίο του Αντρέ Γκόρτζ, που σίγουρα δεν τάραξε τα νερά της εποχής που εκδόθηκε, αλλά με την πάροδο του χρόνου απέκτησε τη σπουδαιότητα που του αναλογεί, έθεσε νέες προοπτικές ως προς τον τρόπο θέασης και δράσης των κοινωνικών φαινομένων, εισήγαγε καινούργιες έννοιες στο κοινωνικό τοπίο. Πρόκειται για τον «Αποχαιρετισμό στο Προλεταριάτο», που πέρα από όσα σαφώς υπονοεί ο τίτλος του, πραγμάτωσε τον ολοσχερή αντίλογο σ’ ένα από τα βασικά ιδεολογήματα που στηρίχθηκε ο σύγχρονος Δυτικός Πολιτισμός, όπως το διατύπωσε ο Καρτέσιος πριν από 400 και πλέον χρόνια, «ο άνθρωπος κυρίαρχος της Φύσης».
Τα εργαλεία που χρησιμοποίησε ήταν βγαλμένα από τις Αρχές μιας επιστήμης, της Οικολογίας, που τις μετέτρεψε σ’ ένα πρίσμα μέσα από το οποίο έβλεπε όσα συνέβησαν και συμβαίνουν στην Κοινωνία, την Οικονομία, Το Περιβάλλον, τον Πολιτισμό. Κι αυτό αποτέλεσε την Απαρχή της ενοποίησης της προβληματικής του Οικολογικού κινήματος και στη συνέχεια την ταυτότητα και το στίγμα της πολιτικής του έκφρασης. Ένα κίνημα σύγχρονο και στις μέρες μας, που η γέννηση του είναι μια από τις σημαντικές παρακαταθήκες του Γαλλικού Μάη και των κινημάτων αμφισβήτησης στα τέλη της δεκαετίας του ’60.
…………………..
Σίγουρα ο Γαλλικός Μάης ήταν μια τομή στην Ιστορία, την έκοψε στο πριν και στο μετά. Με την ιδιαιτερότητα που συμβαίνει σ’ όλα τα μεγάλα γεγονότα, παρ’ ότι προσδιορίζουν τα μελλούμενα, εν τούτοις δεν τα κατευθύνουν, λες και κάθεται σε μια απομονωμένη από το χάσμα που δημιούργησε νησίδα, όπως κατ’ αναλογία συνέβη και με τη Γαλλική Επανάσταση δυο αιώνες πριν. Άλλωστε μάντης των εξελ
ίξεων δεν μπορούσε να το παίξει, δεν θα άρμοζε στο μεγαλείο του, ήταν πέρα από τα όριά του.
Παράλληλα ο Γαλλικός Μάης μας έδωσε ένα πρώτης τάξης Ιστορικό Μάθημα. Ότι και οι συμπυκνωμένες καλύτερες στιγμές μιας έτσι κι αλλιώς ταραγμένης από τη δημιουργία περιόδου όχι μόνο δεν μπορούν να προβλεφθούν, πόσο μάλλον να χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικά εργαλεία, κουτάκια δηλαδή για να χωρέσουμε προσδοκίες μας.
Γιατί οι μεγάλες στιγμές στην καθημερινότητα και στην κοινωνία, όπως λέει κι ο παρών στην κοσμογονία ψυχαναλυτής Ζαν Φρανσουά Λιοτάρ, μπορεί να τελειώνουν φάσεις της ψευδούς συνείδησης, που λίγο πολύ από ανάγκη και αδυναμία ακουμπάμε πάνω της, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι «καθαρίζουν» και με την τελευταία…
Κι ας μη μείνει αμνημόνευτο, ότι η δυναμική του Γαλλικού Μάη, ότι με ελάχιστες λέξεις και λίγες εικόνες, ειπώθηκαν και εντυπώθηκαν τόσο πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, άφησε άφωνη και την Πολιτισμική δημιουργία, από την οποία και σάρκα και οστά έλαβε, απόδειξη η πολιτιστική ένδεια για μια τουλάχιστον δεκαετία και η σχετική, ανησυχητική για εξαιρετικά μεγάλη περίοδο, αντίστοιχη φτώχεια ως τις μέρες μας.


*δημόσια παρέμβαση σε εκδήλωση για τον Μάη του ’68, που οργάνωσε η Κινηματογραφική Λέσχη Σάμου, με αφορμή την προβολή της ταινίας «Να πεθάνεις στα 30».

"Μια Ιστορία για τον Γαλλικό Μάη, του Θ. Παπακωνσταντίνου"

http://old.eyploia.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=2487 

7.05.2012

Patricia Highsmith





"Αφιέρωμα : Γυναίκες : VI. Πατρίτσια Χάισμιθ, Ανάμεσα στον Νίτσε και στον Ντοστογιέφσκι" - Ίκαρος Μπαμπασάκης


Λάτρευε τις γάτες, ήταν ικανή να μαγειρέψει γι’ αυτές λαγό με κρέμα γάλακτος και η ίδια να αρκεστεί σε λίγο φιστικοβούτυρο. Αγαπούσε τους κήπους και φρόντιζε τις τριανταφυλλιές της, αλλά όταν της έφερναν πολυτελείς ανθοδέσμες, έχωνε τα λουλούδια σ’ έναν κουβά. Άκουγε μετά μανίας Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, αλλά της ήταν ανυπόφορος ο Σιμπέλιους. Κάποιοι έλεγαν ότι ήταν σφιχτοχέρα, κι όμως ήταν τόσο γενναιόδωρη ώστε μπορούσε να δωρίσει 8000 δολάρια σ’ έναν φίλο. Έπινε βότκα, ουίσκι και μπίρα από το πρωί, κι όμως ποτέ κανείς δεν την είδε μεθυσμένη, και μάλιστα η ίδια απεχθανόταν τους μπεκρήδες. Έγραψε μυθιστορήματα με περίτεχνη, μπαρόκ πλοκή, ωστόσο οι απλές, αυθεντικές απολαύσεις κέρδιζαν την καρδιά της, το ξεπέταγμα του σπόρου αβοκάντο, η ξυλουργική, το ξύπνημα χωρίς ξυπνητήρι, η μυρωδιά των παλιών βιβλίων, η σιωπή, η μοναξιά. Ήταν μελαγχολική, την τυραννούσε η κατάθλιψη, μολοντούτο γελούσε δυνατά και ανεξέλεγκτα, το γέλιο της, σύμφωνα με κάμποσες μαρτυρίες, ήταν ξελαρύγγιασμα, κορνάρισμα, χαχανητό, φρούμασμα, ξεσπούσε από το βάθος του στομαχιού της. Έγραψε, ίσως συγκλονιστικότερα από κάθε άλλον, για φονικά, για εγκλήματα κτηνώδη, για ανήκουστες βαναυσότητες, ψυχικές και σωματικές, μα όταν ήταν ερωτευμένη συνέθετε τρυφερά και συγκινητικά ποιήματα. Γεννήθηκε στο Τέξας, αλλά έζησε και δημιούργησε εκπατρισμένη, στην Αγγλία, στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τα βιβλία της πουλούσαν ελάχιστα, 4000 αντίτυπα, τίποτα σχεδόν, ενώ στην Ευρώπη ήσαν μεγάλες επιτυχίες και αναγνωρίζονταν ως σπουδαία έργα τέχνης. Την έλεγαν Πατρίτσια Χάισμιθ, και ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγγραφείς του 20ού αιώνα!

Η Μαίρη Πατρίτσια Χάισμιθ γεννήθηκε στο Φορτ Γουόρθ του Τέξας, τριάντα μίλια δυτικά του Ντάλας, στις 19 Ιανουαρίου του 1921. Μοιραζόταν την ημέρα των γενεθλίων της με τον αγαπημένο της συγγραφέα και το αγαπημένο της ιστορικό πρόσωπο: τον Έντγκαρ Άλαν Πόε και τον αρχιστράτηγο των Νοτίων Ρόμπερτ Ε. Λη. Ήταν θυγατέρα της Μαίρης Κόουτς και του Τζέι Μπέρναρντ Πλάγκμαν, ο οποίος χώρισε με τη μητέρα της ύστερα από μόλις 18 μήνες σχέσης. Το επώνυμό της το πήρε από τον πατριό της, τον διάσημο φωτογράφο και καλλιτέχνη Στάνλεϊ Χάισμιθ. Λίγο έλειψε να μη δει ποτέ το φως, μιας και ο Πλάγκμαν είχε πείσει την Κόουτς να προσπαθήσει να ξεφορτωθεί το έμβρυο πίνοντας νέφτι! Μεγάλωσε μέσα στο διχασμό: από τη μια η ορμή της ζωής, από την άλλη το ένστικτο του θανάτου. Ευτυχώς, επικράτησε η ζωή, ταυτισμένη ήδη από τα πρώτα της σκιρτήματα με τη δημιουργικότητα, την ανάγκη της έκφρασης, τη διαλεύκανση των μυστηρίων της ύπαρξης, την ατέρμονη αναζήτηση για το ιδανικό. Λούστηκε τόσο στα νάματα της τέχνης, της αγάπης, του έρωτα και του πάθους ώστε έφτασε να πει ότι δεν είναι παρά μια αντανάκλαση στα μάτια εκείνων που την αγαπούν, ότι κάθε της βιβλίο είναι ένας διάλογος με τον εαυτό της και θα συνέχιζε πάντα να γράφει ακόμα κι αν δεν εκδιδόταν κανένα της έργο, και ότι πάνω απ’ όλα απεχθάνεται την αυτοκτονία.

Έπλασε τον Τομ Ρίπλεϊ, έναν από τους πιο γοητευτικούς ψυχοπαθείς του περασμένου αιώνα, και έφτασε σε σημείο σχεδόν απόλυτης ταύτισης μαζί του, λέγοντας κατά καιρούς ότι είναι το alter ego της, όπως περίπου ο Γουσταύος Φλωμπέρ έλεγε «Η Μαντάμ Μποβαρί είμαι εγώ». Ο Ρίπλεϊ παραμένει ασύλληπτος, παρόλα τα εγκλήματά του, και στα πέντε μυθιστορήματα στα οποία πρωταγωνιστεί, λατρεύει τα πιο φίνα πράγματα της ζωής, είναι πολυτάλαντος, παίζει Μπαχ (τις εξαίσιες Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ) και Σκαρλάτι στο τσέμπαλο, διαβάζει Σίλλερ και Μολιέρο, επαίρεται για τη συλλογή έργων τέχνης που διατηρεί, με πίνακες του Βαν Γκογκ και του Μαγκρίτ, με σχέδια του Πικάσο και του Κοκτώ, συγκινείται μέχρι δακρύων όταν αντικρίζει τον τάφο του ποιητή Τζον Κητς, και μολαταύτα απολαμβάνει ιδιαίτερα τον γδούπο του σώματος όταν πέφτει στον φρεσκοσκαμμένο τάφο!

Η Χάισμιθ άρχισε να γράφει από μικρή, στην προσπάθειά της να φωτίσει τις λεπτομέρειες που μένουν κρυμμένες στη σκιά της βίας, να αναλύσει την «από χιλιάδες φωνές παραφωνία» που ήταν η αμερικανική κοινωνία, να διερευνήσει όπως έλεγε το «στράγγισμα της ψυχής». Όταν τα κορίτσια της ηλικίας της διάβαζαν παραμύθια, η Πατρίτσια είχε παθιαστεί με το βιβλίο Η Ανθρώπινη Ψυχή, του δόκτορα Καρλ Μένιντζερ, μια λεπτομερή έκθεση της λεγόμενης «αποκλίνουσας συμπεριφοράς, όπως η κλεπτομανία, η σχιζοφρένεια, η πυρομανία. Η τόσο πρώιμη μελέτη ενός τέτοιου πονήματος γέννησε την ισόβια πίστη της Χάισμιθ ότι πίσω από το αξιοσέβαστο προσωπείο ενός ανθρώπου βρίσκεται ένα μπερδεμένο κουβάρι αντιφάσεων και διεστραμμένων επιθυμιών, μια ψυχολογική δύναμη που φτάνει στην παραφορά, που χλευάζει την κανονικότητα, που παραβιάζει όρια και ανατρέπει τα τρέχοντα κριτήρια, κάτι που θέλγει κάθε συγγραφέα και τον ωθεί σε δημιουργικές εξερευνήσεις των άδυτων και μύχιων του νου και της ψυχής. Αντιμέτωπη θαρραλέα με την άβυσσο και το αίνιγμα, η Χάισμιθ έκανε μότο της μια φράση από την ομιλία που εκφώνησε στην ορκωμοσία του ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, το 1933: «Το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε είναι ο ίδιος ο φόβος», φράση που ηχογραφεί στο μαγνητόφωνο-ημερολόγιό του ο Τομ Ρίπλεϊ ως δική του.

Η Πατρίτσια θα σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, αλλά τα τέσσερα χρόνια που έμεινε εκεί, καίτοι άριστη φοιτήτρια, καταπιάστηκε κυρίως με τα δικά της διαβάσματα, περιπλανώμενη με ενθουσιασμό ανάμεσα στην Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου του Μαρσέλ Προυστ και την Οδύσσεια του Όμηρου, τον Φάουστ του Γκαίτε και τον Τυφώνα του Τζόζεφ Κόνραντ, τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ και τον Άμλετ του Σαίξπηρ. Και μόνο η σκέψη ότι ήταν περικυκλωμένη από βιβλία, της προκαλούσε ένα αισθησιακό ρίγος. Αλλά δεν ήταν μονάχα οι τυπωμένες σελίδες που της προκαλούσαν αισθησιακό ρίγος. Ήταν και οι ξανθές συμφοιτήτριές της. Η Πατρίτσια συνειδητοποίησε από νωρίς ότι ο έρωτας, πνευματικός και σαρκικός, θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στη ζωή της. Και μάλιστα ο έρωτας για τις λευκόσαρκες, ανοιχτόχρωμες και ανοιχτόμυαλες δεσποινίδες. Η Βιρτζίνια, η Λυν, η Κάθρην, η Μονίκ, η Ρόζαλιντ, η Λιλ, η Κλοέ, η Ταμπέα, η Αλλέλα, η Έλεν, η Ανν, η Μαίρη, η Νταίζη, η Μάριον, μια ανθοδέσμη από εύοσμα ονόματα, μια γιρλάντα από θέλγητρα που αναστάτωναν την Πατρίτσια, που την έκαναν να παραφέρεται, να δίνεται με μιαν έκρηξη ανιδιοτελούς αυθορμητισμού, να ξανανιώνει, να τυραννιέται, να εμπνέεται, να μεταμφιέζει τις ηλικίες, να γράφει, να αμφισβητεί κάθε σύμβαση, ν’ αφήνει πίσω της «μια σειρά από άστρωτα κρεβάτια».

Η Χάισμιθ θα εργαστεί ως σεναριογράφος σε κόμικς, θα γράψει το τόσο πρώιμο αριστούργημα Ξένοι στο τρένο που θα ενθουσιάσει τον Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος θα το μεταφέρει αριστοτεχνικά στη μεγάλη οθόνη, θα αποκτήσει την πρώτη της γάτα, θα διαβάσει Κάφκα και Σαρτρ, θα αναγορεύσει τον Ντοστογιέφσκι σε δάσκαλό της, θα κάνει ψυχανάλυση, θα συνάψει σχέση με τον Ρολφ Τίτγκενς, έναν ομοφυλόφιλο φωτογράφο στον οποίο οφείλουμε μερικά έξοχα πορτρέτα της, θα φύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα εγκατασταθεί στη Γαλλία, θα γράψει συγκλονιστικά μυθιστορήματα, πάντα στην παλιά της γραφομηχανή, μια Olympia, πάντα καπνίζοντας απανωτά Gauloises, πάντα πίνοντας απανωτά ουίσκι, πάντα με κεντρικό θέμα τη ρευστή φύση της ταυτότητας, τη διαλεκτική του φαινομενικού και του πραγματικού, τον πόθο του ανέφικτου, τη συναισθηματική καταπίεση και τις ολέθριες επιπτώσεις της, το αίνιγμα της συνειδητότητας, του εαυτού, της μοίρας. «Είναι αλήθεια», θα πει, «καταλαβαίνω τους τρελούς, τους διεστραμμένους και τους σαλούς. Δεν καταλαβαίνω τους συνηθισμένους ανθρώπους. Τις νοικοκυρές. Ίσως γιατί κι εγώ δεν είμαι απόλυτα κανονική! Έχω κι εγώ μια κλίση προς το έγκλημα. Νιώθω μια λανθάνουσα συμπάθεια για όσους αψηφούν το νόμο, γιατί συνειδητοποιώ πόσο πολύ τον καταφρονώ». Φρονεί ότι μονάχα μέσα από το προσωπικό χάος, την αποτυχία και την ταπείνωση μπορεί να έρθει στο φως η αλήθεια και ο πραγματικός χαρακτήρας κάθε ανθρώπου, και ότι η ερμηνεία της ελαστικής ανθρώπινης συμπεριφοράς δεν είναι επιστήμη αλλά τέχνη.



Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, η Χάισμιθ θα ταξιδέψει στην Αυστρία και, εν συνεχεία, συνοδευόμενη από μιαν ερωμένη της, στην Ελλάδα. «Τα Χριστούγεννα θα με βρουν πιθανότατα να πίνω ούζο αντί για egg nog», γράφει σε μια φίλη της. Περνάει την Πρωτοχρονιά στο Ναύπλιο, πλέει προς το Ηράκλειο, κρατάει σημειώσεις συνεχώς, πληροφορείται με συντριβή ότι ένας μεγάλος έρωτάς της, η πανέμορφη αριστοκράτισσα Κάθρην Κοέν αυτοκτονεί παίρνοντας υπερβολική δόση βαρβιτουρικών, καταφεύγει στο θάλπος της γραφής, συνθέτει ένα από τα καλύτερα βιβλία της, τα Δύο Πρόσωπα του Ιανουαρίου, η πλοκή του οποίου ξετυλίγεται στην Αθήνα και την Κρήτη, και αποσπά το Βραβείο του Ασημένιου Στιλέτου της Ένωσης Αστυνομικών Συγγραφέων της Αγγλίας. Έκτοτε θα χρησιμοποιεί πάντα το στιλέτο για να ανοίγει την αλληλογραφία της!

Η Χάισμιθ θα αντιμετωπίζει το γράψιμο σαν μια διαδικασία μυστικιστική, ένα είδος λύτρωσης και διεύρυνσης των ορίων, θα δηλώσει ότι ο σκοπός της δεν είναι μήτε η δόξα μήτε τα χρήματα αλλά κάποιο είδος αφηρημένης υπεροχής, θα αισθανθεί απλώς ότι έχει μια καλή παρέα ανάμεσα στους συγγραφείς που θαύμαζε, και σε μια συνέντευξή της θα πει ότι η έμπνευση της έρχεται «από τον αέρα», ότι οι ιδέες της έρχονταν σαν τα πουλιά απ’ την άκρη του ορίζοντα και ότι η πρόκληση γι’ αυτήν είναι να προσπαθήσει να δει από πιο κοντά αυτά τα φευγαλέα πλάσματα. Η λατρεία της για τη μουσική φτάνει στο ζενίθ όταν ανακαλύπτει ξανά και ξανά το μεγαλείο του Μότσαρτ, του μουσουργού στον οποίο κατέφευγε όταν την κυρίευε η απόγνωση. «Με την υποστήριξη του Μότσαρτ», θα πει, «μπορώ να αντιμετωπίσω ακόμα και λιοντάρια».

Δυναμική και ανυποχώρητη, πείσμων και γαντζωμένη από τις ηδονές, γράφει το 1967 ότι ανυπομονεί να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή «αν και είμαι ήδη σαράντα έξι ετών». Και όντως, θα αρχίσει να ζει με ανανεωμένο πάθος, στη γαλλική ύπαιθρο και στο Παρίσι, στην Τυνησία και τη Φλωρεντία, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Θα γράψει το Χωρίς Ενοχές, το καλύτερό της μυθιστόρημα σύμφωνα με τον Γκράχαμ Γκρην, θα ξελογιάσει την Μαντλήν Χάρμσγουορθ, μια 26χρονη δημοσιογράφο και θα ανταλλάσσουν φλογερές επιστολές, ενώ παράλληλα θα γράφει ερωτικά ποιήματα για την παριζιάνα Ζακλίν, και θα κάνει τατουάζ στο εσωτερικό του καρπού της το ελληνικό γράμμα Φ, λέγοντας ότι συμβολίζει τα αρχικά της (P και H). Και, μ’ όλο που στις Ηνωμένες Πολιτείες παραμένει μια περιθωριακή συγγραφέας, στην Ευρώπη το έργο της θεωρείται βαρυσήμαντο, όχι απλώς μια ακόμα συμβολή στην αστυνομική λογοτεχνία αλλά ένα πολύπτυχο σχόλιο στην αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει πια νόημα, στη λαμπερή και ολέθρια διάλεκτο της τηλεόρασης που μας μαθαίνει να προσευχόμαστε σε θεούς που δεν επιθυμούμε, στο φόβο ότι οι φίλοι χάνονται τόσο γρήγορα όσο ο αφρός του απορρυπαντικού, στην απώλεια της πίστης στην φροντίδα και την περίθαλψη του συνανθρώπου.

Το 1977, ο Βιμ Βέντερς θα κινηματογραφήσει τον Αμερικανό Φίλο, μια πολυσυζητημένη διασκευή του μυθιστορήματος της Χάισμιθ Το Παιχνίδι του Ρίπλεϊ, με τον Ντένις Χόππερ και τον Μπρούνο Γκαντς, θα γνωρίσει έτσι τη συγγραφέα, θα πει ότι ήταν απίστευτα ευγενική και παρατηρητική, ότι η απόλυτη εντιμότητα ήταν ο μόνος τρόπος να σταθείς απέναντί της, ότι προσπαθούσε συνεχώς να είναι αόρατη, όπως ακριβώς ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ, και ότι η μοναξιά την κύκλωνε σαν φωτοστέφανο. Αρχικά, η ταινία δεν άρεσε στη Χάισμιθ, πράγμα που πλήγωσε τον Γερμανό σκηνοθέτη, όταν όμως την είδε δεύτερη φορά άλλαξε γνώμη και έστειλε στον Βέντερς μιαν επιδοκιμαστική επιστολή. Αυτός, φανατικός αναγνώστης αστυνομικών μυθιστορημάτων και λάτρης της Χάισμιθ, κορνιζάρισε την επιστολή και την κρέμασε στο γραφείο του!

Η ταινία του Βέντερς θα κάνει γνωστό το έργο της Χάισμιθ σε ένα ευρύτερο, μα πάντα εκλεκτικό κοινό. Ο Ρίπλεϊ έγινε μια cult μορφή, και η δημιουργός του άρχισε να χαιρετίζεται ως μείζων συγγραφέας. Εφημερίδες όπως η Liberation δημοσίευαν συνεντεύξεις της. Εκεί είπε ότι γράφει για να εξορκίσει το συναίσθημα, για να διασκεδάσει τον εαυτό της, αλλά και γιατί την κατείχε ένα αληθινό πάθος για το γράψιμο. «Ανταμοιβή της τέχνης δεν είναι η δόξα ή η επιτυχία, αλλά η μέθη», φρόντισε να δηλώσει. Το 1991, η Χάισμιθ έφτασε να είναι υποψήφια για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, το οποίο πήρε εντέλει η Ναντίν Γκόντιμερ. Τα επόμενα τέσσερα χρόνια τα πέρασε ανάμεσα σε φίλους και ερωμένες, στην κατοικία της στην Ελβετία, φροντίζοντας τους καλεσμένους της με τον ιδιότυπό της τρόπο – ήταν φριχτή μαγείρισσα, καίτοι επέμενε πάντα να πειραματίζεται με περίπλοκες γαστρονομικές συνταγές, πρόσφερε στους άλλους πανάκριβο εκλεκτό ουίσκι ενώ η ίδια έπινε ένα φτηνό, έκανε δηλώσεις κατά του Ρήγκαν, του Μπους (πατρός) και της «αποκρουστικής άσκησης υποκρισίας», όπως χαρακτήριζε την εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών, Στο τέλος δεν έτρωγε παρά μονάχα φιστικοβούτυρο, και ζούσε σχεδόν αποκλειστικά με μπίρα, και δεν έπαψε ούτε μέρα να στρώνεται στο γραφείο της, το οποίο είχε στήσει στο υπνοδωμάτιό της και να γράφει.