miss Nolitax
12.20.2011
12.19.2011
----------------------------------------------------------------------------------------,'
19.12.2011\
amantes amentes
piou island en vie
amantes amentes
piou island en vie
Ετικέτες
amantes amentes 1st
12.16.2011
Frances d'Ath … blackness
Frances has made the performances monadologie, hell, temperance, and extermination in Melbourne, all the people i can remember sleeping with…, pestilence, and crush in Adelaide, apocalypse prd, bitches, and carnivore in Guangzhou, China and other works for stage and film in Australia, Taiwan, and Europe. Frances has had residencies at ADT Australian Dance Theatre, ANAT AIR Residency at the Swinburne Centre for Astrophysics, Guangdong Modern Dance Company on an Asialink Performing Arts Residency, Taipei Artist Village in Taiwan, and Park19 Artists Studios in Guangzhou. She graduated from the Victorian College of the Arts School of Dance in 2001, was a DanceWEB Scholarship recipient to ImPulsTanz in Vienna in 2003 and a choreographer at SiWiC – Swiss International Choreographic Workshop in Zürich in 2005, directed by DV8 founder Nigel Charnock.
She has performed in the work of Dasniya Sommer in Berlin, Roméo Castellucci in Brussels, Hans Van den Broeck in Vienna, Daniel Jaber and Gala Moody in Australia, Cie. Denise Lampart in Zürich, Ivo Dimchev in Vienna, and Long Yunna in Guangzhou. Frances has received funding from Arts Victoria, Arts SA, Australia-China Council, Asialink, Ian Potter Cultural Trust, Besen Family Foundation, ANAT, and Australia Council. In 2009, she took time away from theatre to code and design at thingswithbits.info.
Currently she is living in Berlin and works with Dasniya Sommer. Frances blogs on supernaut.info
http://francesdath.info/
http://thingswithbits.info/
Ετικέτες
A,
Frances d'Ath … blackness
Reading Notes on
Deleuze and Guattari
Capitalism & Schizophreniahttp://www.duke.edu/~hardt/Deleuze&Guattari.html
Mapping the Postmodern: Deleuze and Guattari's Social Schizophrenia
http://homepages.tesco.net/~theatre/tezzaland/webstuff/mapping.html
http://en.wikipedia.org/wiki/Anti-Oedipus
Deleuze and Guattari
Capitalism & Schizophreniahttp://www.duke.edu/~hardt/Deleuze&Guattari.html
Mapping the Postmodern: Deleuze and Guattari's Social Schizophrenia
http://homepages.tesco.net/~theatre/tezzaland/webstuff/mapping.html
http://en.wikipedia.org/wiki/Anti-Oedipus
Ετικέτες
Anti-Oedipus,
Deleuze and Guattari,
Postmodern
12.15.2011
12.14.2011
12.13.2011
12.12.2011
/-Visualization interactions\user performance in different VR environments
http://vis.cs.brown.edu/
Michael Kirby, Daniel Keefe, and David H. Laidlaw. Painting and Visualization http://vis.cs.brown.edu/results/images/Kirby-2004-PAV.018.html
user performance in different VR environmentshttp://vis.cs.brown.edu/areas/projects/vrperformance.html
two-handed interactions, http://vis.cs.brown.edu/docs/pdf/Cutler-1997-THD.pdf
Michael Kirby, Daniel Keefe, and David H. Laidlaw. Painting and Visualization http://vis.cs.brown.edu/results/images/Kirby-2004-PAV.018.html
user performance in different VR environmentshttp://vis.cs.brown.edu/areas/projects/vrperformance.html
two-handed interactions, http://vis.cs.brown.edu/docs/pdf/Cutler-1997-THD.pdf
12.09.2011
12.08.2011
Occupy Buffer Zone
Occupy Buffer Zone
Occupy the Buffer zone: 15th October MovementDescription
The 15th October Movement: Occupy the Buffer Zone
This is an inclusive movement functioning within some principal umbrella concepts for which we initially united, these are:
__
The reunification of Cyprus
To raise awareness of how the Cyprus Problem is but one of the many symptoms of an unhealthy global system
__
It is important to elaborate on the intended inclusiveness of the last point.
We have occupied the space of the buffer zone to express with our presence our mutual desire for reunification and to stand in solidarity with the wave of unrest which has come as a response to the failings of the global systemic paradigm. We want to promote understanding of the local problem within this global context and in this way show how the Cyprus Problem is but one of the many symptoms of an unhealthy system.
In this way, we have reclaimed the space of the buffer zone to create events (screenings, talks etc.) and media of these events, which relate to the system as a whole and its numerous and diverse consequences.
Opinions expressed in this manner are not necessarily of the entire group, only the umbrella points of reunification and solidarity with the global movement can be assumed to be.
www.occupybufferzone.info
12.02.2011
Μόνιμη καλλιέργεια (ταυτόχρονα σημαίνει και μόνιμος πολιτισμός, αγγλ: Permaculture) είναι ένα σχεδιαστικό σύστημα που στοχεύει στη δημιουργία βιώσιμων ανθρώπινων οικισμών συμβατών με τα σχέδια της φύσης.
Η αγγλική λέξη «Permaculture», που χρησιμοποιείται διεθνώς, πλάστηκε από τους Αυστραλούς Bill Mollison και David Holmgren τη δεκαετία του '70 ως σύντμηση των εννοιών «μόνιμη καλλιέργεια» (permanent agriculture)και «μόνιμος πολιτισμός» (permanent culture). Στα ελληνικά δεν μπορεί να αποδοθεί το ίδιο λογοπαίγνιο, οπότε χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις: «μόνιμη καλλιέργεια και πολιτισμός», αλλά συνήθως για απλότητα το «και πολιτισμός» παραλείπεται.
Οι υποστηρικτές της μόνιμης καλλιέργειας πιστεύουν ότι πειραματίζονται με κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον του πλανήτη. Η permaculture είναι ένα σύστημα για παραγωγή τροφής και χρήση της γης, καθώς και για σχεδιασμό κοινοτήτων. Έχει ολιστικό τρόπο σκέψης. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν, μια κοινότητα ανθρώπων που επιθυμεί να γίνει βιώσιμη πρέπει να συνδυάσει πολλά στοιχεία. Μερικά από αυτά είναι: οικολογία, τοπογραφία, βιολογική καλλιέργεια, αρχιτεκτονική, δασολογία, πράσινη οικονομία και κοινωνικά συστήματα. Η εστίασή της είναι περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ αυτών, παρά στο κάθε στοιχείο ξεχωριστά. Μια κεντρική πρακτική της μόνιμης καλλιέργειας είναι η παρατήρηση. Παρατηρώντας ένα μέρος, λένε οι υποστηρικτές της, μπορείς να μάθεις πολλά όχι μονάχα για τον κύκλο της φύσης και του συγκεκριμένου φυσικού συστήματος, αλλά και γενικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλα μέρη του πλανήτη.
Η αγγλική λέξη «Permaculture», που χρησιμοποιείται διεθνώς, πλάστηκε από τους Αυστραλούς Bill Mollison και David Holmgren τη δεκαετία του '70 ως σύντμηση των εννοιών «μόνιμη καλλιέργεια» (permanent agriculture)και «μόνιμος πολιτισμός» (permanent culture). Στα ελληνικά δεν μπορεί να αποδοθεί το ίδιο λογοπαίγνιο, οπότε χρησιμοποιούνται και οι δύο λέξεις: «μόνιμη καλλιέργεια και πολιτισμός», αλλά συνήθως για απλότητα το «και πολιτισμός» παραλείπεται.
Οι υποστηρικτές της μόνιμης καλλιέργειας πιστεύουν ότι πειραματίζονται με κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για το μέλλον του πλανήτη. Η permaculture είναι ένα σύστημα για παραγωγή τροφής και χρήση της γης, καθώς και για σχεδιασμό κοινοτήτων. Έχει ολιστικό τρόπο σκέψης. Έτσι, σύμφωνα με αυτήν, μια κοινότητα ανθρώπων που επιθυμεί να γίνει βιώσιμη πρέπει να συνδυάσει πολλά στοιχεία. Μερικά από αυτά είναι: οικολογία, τοπογραφία, βιολογική καλλιέργεια, αρχιτεκτονική, δασολογία, πράσινη οικονομία και κοινωνικά συστήματα. Η εστίασή της είναι περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ αυτών, παρά στο κάθε στοιχείο ξεχωριστά. Μια κεντρική πρακτική της μόνιμης καλλιέργειας είναι η παρατήρηση. Παρατηρώντας ένα μέρος, λένε οι υποστηρικτές της, μπορείς να μάθεις πολλά όχι μονάχα για τον κύκλο της φύσης και του συγκεκριμένου φυσικού συστήματος, αλλά και γενικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και σε άλλα μέρη του πλανήτη.
12.01.2011
Anti-Badiou
Anti-Badiou
Anti-Badiou, François Laruelle
FRANÇOIS LARUELLE
ANTI-BADIOU
SUR L'INTRODUCTION DU MAOISME DANS LA PHILOSOPHIE
Qu'est-ce que le badiolisme ? D'Alain Badiou, on ne dira pas qu'il n'est pas philosophe mais qu'il l'est chaque fois de loin et dans une situation d'e×ception dominante, mandarin arpenteur de tous les savoirs modernes, maître chez les intellectuels, guide inspirant chez les militants, roi platonicien chez les philosophes, finalement empereur céleste de la pensée. Badiou, c'est un empire, il tient sous son autorité à peu près tous les savoirs, leur assigne une place et un rang, fixe les hiérarchies, planifie son territoire.
Mais sa grande œuvre est encore ailleurs, il a voulu introduire le maoïsme de la « révolution culturelle >> dans la philosophie la plus conceptuelle, la ré-éduquer par les mathématiques tout en l'élevant au rang stellaire de Doctrine officielle de la Vérité. C'est le Grand Epurateur de la pensée, le Grand manipulateur du vide. Entre empire platonicien et camp de redressement pour les cadres intellectuels, il mène un projet « culturel >> dont on ne peut ignorer la force et le modèle politique qui l'inspire. Sa faiblesse fatale est de venir trop tard comme fait toujours la philosophie, comme réaction et chambre d'enregistrement de l'échec des révolutions historiques. Le maoïsme théorique est encore devant nous...comme une utopie mort-née ou un complot avorté.
ll fallait examiner la logique de cette pensée conservatrice et autoritaire, démonter ses mécanismes et ses « roués rouages >>. Une telle tâche ne pouvait faire arbitrairement par humeur politique ou journalistique, par un philosophe ou un intellectuel déjà compromis. Nous devions disposer d'autres principes et d'une autre pratique de la philosophie, plus contemporaine et plus physiquement concrète que
mathématiquement lointaine. Celle qui nous sert de microscope ou de dispositif optique pour sonder le badiolisme est ce que nous appelons la « non-philosophie » ou « philosophie non-standard >> dont on trouvera ici quelques rudiments. Elle permet d'évaluer la nature régressive et violente de cette tentative et des dégâts qu'elle produit dans la pensée. Une philosophie de la terreur et de l'épuration... Badiou ou comment introduire le maoïsme dans la philosophie.
F. Laruelle
François Laruelle, professeur émérite de l'Université de Paris Ouest La Défense, est le créateur du projet dit « non-philosophie >>. Il a publié une vingtaine d'ouvrages dont Philosophie non-standard (Kimé, 2010) qui accomplit la non-philosophie et dont cet Anti-Badiou est une illustration.
Bibliothèque de non-philosophie dirigée par François Laruelle
ISBN 1 978-2-84174-563-0
πηγή:http://www.onphi.net/detail-livre-anti-badiou-61.html
Anti-Badiou, François Laruelle
FRANÇOIS LARUELLE
ANTI-BADIOU
SUR L'INTRODUCTION DU MAOISME DANS LA PHILOSOPHIE
Qu'est-ce que le badiolisme ? D'Alain Badiou, on ne dira pas qu'il n'est pas philosophe mais qu'il l'est chaque fois de loin et dans une situation d'e×ception dominante, mandarin arpenteur de tous les savoirs modernes, maître chez les intellectuels, guide inspirant chez les militants, roi platonicien chez les philosophes, finalement empereur céleste de la pensée. Badiou, c'est un empire, il tient sous son autorité à peu près tous les savoirs, leur assigne une place et un rang, fixe les hiérarchies, planifie son territoire.
Mais sa grande œuvre est encore ailleurs, il a voulu introduire le maoïsme de la « révolution culturelle >> dans la philosophie la plus conceptuelle, la ré-éduquer par les mathématiques tout en l'élevant au rang stellaire de Doctrine officielle de la Vérité. C'est le Grand Epurateur de la pensée, le Grand manipulateur du vide. Entre empire platonicien et camp de redressement pour les cadres intellectuels, il mène un projet « culturel >> dont on ne peut ignorer la force et le modèle politique qui l'inspire. Sa faiblesse fatale est de venir trop tard comme fait toujours la philosophie, comme réaction et chambre d'enregistrement de l'échec des révolutions historiques. Le maoïsme théorique est encore devant nous...comme une utopie mort-née ou un complot avorté.
ll fallait examiner la logique de cette pensée conservatrice et autoritaire, démonter ses mécanismes et ses « roués rouages >>. Une telle tâche ne pouvait faire arbitrairement par humeur politique ou journalistique, par un philosophe ou un intellectuel déjà compromis. Nous devions disposer d'autres principes et d'une autre pratique de la philosophie, plus contemporaine et plus physiquement concrète que
mathématiquement lointaine. Celle qui nous sert de microscope ou de dispositif optique pour sonder le badiolisme est ce que nous appelons la « non-philosophie » ou « philosophie non-standard >> dont on trouvera ici quelques rudiments. Elle permet d'évaluer la nature régressive et violente de cette tentative et des dégâts qu'elle produit dans la pensée. Une philosophie de la terreur et de l'épuration... Badiou ou comment introduire le maoïsme dans la philosophie.
F. Laruelle
François Laruelle, professeur émérite de l'Université de Paris Ouest La Défense, est le créateur du projet dit « non-philosophie >>. Il a publié une vingtaine d'ouvrages dont Philosophie non-standard (Kimé, 2010) qui accomplit la non-philosophie et dont cet Anti-Badiou est une illustration.
Bibliothèque de non-philosophie dirigée par François Laruelle
ISBN 1 978-2-84174-563-0
πηγή:http://www.onphi.net/detail-livre-anti-badiou-61.html
Ετικέτες
Anti-Badiou,
François Laruelle
http://boukalistithalassa.blogspot.com/
................................................................ Χόρχε Λούις Μπόρχες
Μαθαίνεις
Μετά από λίγο μαθαίνεις
Θεατροδρόμιον εν Ναυπλίω: Χόρχε Λούις Μπόρχες: "Μαθαίνεις" - δανεισμένο από ...
πηγή:
http://boukalistithalassa.blogspot.com/
Μαθαίνεις
Μετά από λίγο μαθαίνεις
την ανεπαίσθητη διαφορά
ανάμεσα στο να κρατάς το χέρι
και να αλυσοδένεις μια ψυχή.
Και μαθαίνεις πως Αγάπη δε σημαίνει στηρίζομαι
Και συντροφικότητα δε σημαίνει ασφάλεια
Και αρχίζεις να μαθαίνεις
πως τα φιλιά δεν είναι συμβόλαια
Και τα δώρα δεν είναι υποσχέσεις
Και αρχίζεις να δέχεσαι τις ήττες σου
με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια ορθάνοιχτα
Με τη χάρη μιας γυναίκας
και όχι με τη θλίψη ενός παιδιού
Και μαθαίνεις να φτιάχνεις
όλους τους δρόμους σου στο Σήμερα,
γιατί το έδαφος του Αύριο
είναι πολύ ανασφαλές για σχέδια
και τα όνειρα πάντα βρίσκουν τον τρόπο
να γκρεμίζονται στη μέση της διαδρομής.
Μετά από λίγο καιρό μαθαίνεις.
Πως ακόμα κι η ζέστη του ήλιου
μπορεί να σου κάνει κακό.
Έτσι φτιάχνεις τον κήπο σου εσύ
Αντί να περιμένεις κάποιον
να σου φέρει λουλούδια
Και μαθαίνεις ότι, αλήθεια, μπορείς να αντέξεις
Και ότι, αλήθεια, έχεις δύναμη
Και ότι, αλήθεια, αξίζεις
Και μαθαίνεις. μαθαίνεις
με κάθε αντίο μαθαίνειςΘεατροδρόμιον εν Ναυπλίω: Χόρχε Λούις Μπόρχες: "Μαθαίνεις" - δανεισμένο από ...
πηγή:
http://boukalistithalassa.blogspot.com/
Ετικέτες
Χόρχε Λούις Μπόρχες
11.19.2011
Κι αν ο έρωτας διαρκούσε - Αλέν Φίνκιελκροτ
Η αυτοκρατορία του εφήμερου και ο έρωτας
«Μια φράση. "Οταν είσαι ερωτευμένος, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς ότι δεν σ' αγαπούν".
Εμμανουέλ Λεβινάς.
Μια τάση. Κάποτε, οι γάλλοι φιλόσοφοι θεωρούσαν άτοπο να ασχολούνται με τον έρωτα. Ηταν κάτι σκοτεινό, μυστηριώδες, κατ' άλλους ταπεινό, ενδεχομένως και ύποπτο αφού συγκάλυπτε την πραγματικότητα της σαρκικής επαφής. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Αλέν Μπαντιού έγραψε το 2009 την Ελεγεία του έρωτα, για να ακολουθήσουν ο Πασκάλ Μπρικνέρ με το Ερωτικό παράδοξο και ο Λικ Φερί με την Επανάσταση του έρωτα. Αυτό τον καιρό, ολόκληρη η Γαλλία συζητά το τελευταίο βιβλίο του Αλέν Φίνκιελκροτ με τον τίτλο Κι αν ο έρωτας διαρκούσε (Εκδ. Stock).
Μερικά ερωτήματα. Αρχίζοντας από τέσσερα βιβλία των Μαντάμ ντε λα Φαγιέτ, Ινγκμαρ Μπέργκμαν, Φίλιπ Ροθ και Μίλαν Κούντερα, ο Φίνκιελκροτ αναρωτιέται τι θέση έχει ο έρωτας σ' έναν κόσμο όπου η δέσμευση διαρκεί όσο και η επιθυμία. Τι μένει από τον έρωτα όταν δεν αντιστέκονται σ' αυτόν ούτε η εκκλησία ούτε η οικογένεια ούτε οι διάφορες συμβάσεις; Είμαστε ακόμη ικανοί να ερωτευόμαστε κόντρα στον θάνατο, κόντρα στον χρόνο, συχνά και κόντρα στην απόλαυση;
Μια συνέντευξη -ή μάλλον πολλές συνεντεύξεις. Ο έρωτας είναι μια παλιά υπόθεση, λέει ο συγγραφέας στο περιοδικό Marianne. Αυτό που ενδεχομένως είναι καινούργιο, είναι το ενδιαφέρον για το ζήτημα της διάρκειάς του. Ο έρωτας έχει περάσει στην αυτοκρατορία του εφήμερου. Λέμε "σ' αγαπώ", αλλά δεν το πιστεύουμε πια. Η ερωτική εξομολόγηση είναι μια υπόσχεση αιωνιότητας, αλλά εμείς έχουμε ενσωματώσει σ' αυτήν το διαζύγιο τόσο με τον έρωτα όσο και με την αιωνιότητα. Δικαιώνουμε έτσι την πριγκίπισσα της Κλέβης, που απέρριψε την ερωτική πρόταση του δούκα του Νεμούρ γιατί έβλεπε ότι δεν θα άντεχε στον χρόνο. Δικαιώνουμε τη στάση της, όσο και αν τη θεωρούμε ταυτόχρονα εξωφρενική και παράλογη. Μπορείς φυσικά να ερωτευθείς και να πάψεις να είσαι ερωτευμένος, παρατηρεί ο Φίνκιελκροτ στο περιοδικό Le Point. Αν ο έρωτας δεν είναι παρά ένα συναίσθημα, τότε το μόνο που ενδιαφέρει είναι η έντασή του. Ισως όμως να αποτελεί και μια ανακάλυψη, την ανακάλυψη ενός μοναδικού πράγματος που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Η ανακάλυψη αυτή δεν μπορεί να διαβρωθεί, να φθαρεί, να καταστραφεί από τον χρόνο. Αντίθετα, με τον χρόνο εμβαθύνεται. Μπορεί πάντα να υπάρξει μια συνάντηση που ανατρέπει τα πάντα. Ο Τομάς, ο ήρωας της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι, δεν πίστευε στον έρωτα και ύστερα ανακάλυψε την Τερέζα. Είναι αλήθεια ότι σε γενικές γραμμές ο έρωτας εξαντλείται. Υπάρχουν όμως και όντα ανεξάντλητα.
Αλλη μια φράση.
«Αν ο αμοιβαίος έρωτας δεν μπορεί να υπάρξει, άφησέ με να είμαι εκείνος που αγαπώ». Γ.Χ. Ωντεν.
Ενα συμπέρασμα. Ο έρωτας βρισκόταν παλαιότερα σε αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη. Σήμερα αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. Και αυτό, αντί να του αφαιρέσει λάμψη, τον έκανε ακόμη πιο εκτυφλωτικό».
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΣ -- «Νέα»
«Μια φράση. "Οταν είσαι ερωτευμένος, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς ότι δεν σ' αγαπούν".
Εμμανουέλ Λεβινάς.
Μια τάση. Κάποτε, οι γάλλοι φιλόσοφοι θεωρούσαν άτοπο να ασχολούνται με τον έρωτα. Ηταν κάτι σκοτεινό, μυστηριώδες, κατ' άλλους ταπεινό, ενδεχομένως και ύποπτο αφού συγκάλυπτε την πραγματικότητα της σαρκικής επαφής. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Αλέν Μπαντιού έγραψε το 2009 την Ελεγεία του έρωτα, για να ακολουθήσουν ο Πασκάλ Μπρικνέρ με το Ερωτικό παράδοξο και ο Λικ Φερί με την Επανάσταση του έρωτα. Αυτό τον καιρό, ολόκληρη η Γαλλία συζητά το τελευταίο βιβλίο του Αλέν Φίνκιελκροτ με τον τίτλο Κι αν ο έρωτας διαρκούσε (Εκδ. Stock).
Μερικά ερωτήματα. Αρχίζοντας από τέσσερα βιβλία των Μαντάμ ντε λα Φαγιέτ, Ινγκμαρ Μπέργκμαν, Φίλιπ Ροθ και Μίλαν Κούντερα, ο Φίνκιελκροτ αναρωτιέται τι θέση έχει ο έρωτας σ' έναν κόσμο όπου η δέσμευση διαρκεί όσο και η επιθυμία. Τι μένει από τον έρωτα όταν δεν αντιστέκονται σ' αυτόν ούτε η εκκλησία ούτε η οικογένεια ούτε οι διάφορες συμβάσεις; Είμαστε ακόμη ικανοί να ερωτευόμαστε κόντρα στον θάνατο, κόντρα στον χρόνο, συχνά και κόντρα στην απόλαυση;
Μια συνέντευξη -ή μάλλον πολλές συνεντεύξεις. Ο έρωτας είναι μια παλιά υπόθεση, λέει ο συγγραφέας στο περιοδικό Marianne. Αυτό που ενδεχομένως είναι καινούργιο, είναι το ενδιαφέρον για το ζήτημα της διάρκειάς του. Ο έρωτας έχει περάσει στην αυτοκρατορία του εφήμερου. Λέμε "σ' αγαπώ", αλλά δεν το πιστεύουμε πια. Η ερωτική εξομολόγηση είναι μια υπόσχεση αιωνιότητας, αλλά εμείς έχουμε ενσωματώσει σ' αυτήν το διαζύγιο τόσο με τον έρωτα όσο και με την αιωνιότητα. Δικαιώνουμε έτσι την πριγκίπισσα της Κλέβης, που απέρριψε την ερωτική πρόταση του δούκα του Νεμούρ γιατί έβλεπε ότι δεν θα άντεχε στον χρόνο. Δικαιώνουμε τη στάση της, όσο και αν τη θεωρούμε ταυτόχρονα εξωφρενική και παράλογη. Μπορείς φυσικά να ερωτευθείς και να πάψεις να είσαι ερωτευμένος, παρατηρεί ο Φίνκιελκροτ στο περιοδικό Le Point. Αν ο έρωτας δεν είναι παρά ένα συναίσθημα, τότε το μόνο που ενδιαφέρει είναι η έντασή του. Ισως όμως να αποτελεί και μια ανακάλυψη, την ανακάλυψη ενός μοναδικού πράγματος που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Η ανακάλυψη αυτή δεν μπορεί να διαβρωθεί, να φθαρεί, να καταστραφεί από τον χρόνο. Αντίθετα, με τον χρόνο εμβαθύνεται. Μπορεί πάντα να υπάρξει μια συνάντηση που ανατρέπει τα πάντα. Ο Τομάς, ο ήρωας της Αβάσταχτης Ελαφρότητας του Είναι, δεν πίστευε στον έρωτα και ύστερα ανακάλυψε την Τερέζα. Είναι αλήθεια ότι σε γενικές γραμμές ο έρωτας εξαντλείται. Υπάρχουν όμως και όντα ανεξάντλητα.
Αλλη μια φράση.
«Αν ο αμοιβαίος έρωτας δεν μπορεί να υπάρξει, άφησέ με να είμαι εκείνος που αγαπώ». Γ.Χ. Ωντεν.
Ενα συμπέρασμα. Ο έρωτας βρισκόταν παλαιότερα σε αντιπαράθεση με την καθεστηκυία τάξη. Σήμερα αποτελεί ανθρώπινο δικαίωμα. Και αυτό, αντί να του αφαιρέσει λάμψη, τον έκανε ακόμη πιο εκτυφλωτικό».
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΣ -- «Νέα»
Ετικέτες
Αλέν Φίνκιελκροτ
11.15.2011
11.10.2011
CLOWNS ARRESTED IN NEAR-SUCCESSFUL ATTACK ON WALL STREET BULL
A small group of Occupy Wall Street activists engaged in a near-successful corrida against the Wall Street Bull.
The incident began when two clowns, Hannah Morgan and Louis Jargow, scaled the steel barricades protecting the landmark. The clowns began spanking and climbing the beast, traditional ways of coaxing a bull into anger in preparation for a Castilian corrida, or bullfight.
Within seconds, police officers grabbed both clowns by their colorful shirts and wrestled one of them (Jargow) to the ground. The other (Morgan) continued to play the harmonica until an officer removed it from her mouth.
With the officers thus occupied, a matador in full traje de luces leapt onto the hood of the patrol vehicle parked in front of the bull and boldly presented his blood-red cape to the beast.
"I wondered whether I, neophyte matador, could bring down this behemoth, world-famous for charging towards profit while trampling underfoot the average worker," said the OWS activist/torero whose first fight this was. "Come what may, I knew I must try."
Police officers took no notice of the matador, occupied as they were with the clowns.
"This bull has ruined millions of lives!" wailed clown Jargow as he lay on the ground face-down. "Yet he and his accomplices have been rewarded with billions of our tax dollars—and we, here to put a stop to it all, are thrown to the ground. ¡Un escándalo!"
Both clowns were charged with disorderly conduct and released an hour later; they returned to Zuccotti Park to great fanfare. The Wall Street bull continues to rage.
http://www.yeslab.org/bull
The incident began when two clowns, Hannah Morgan and Louis Jargow, scaled the steel barricades protecting the landmark. The clowns began spanking and climbing the beast, traditional ways of coaxing a bull into anger in preparation for a Castilian corrida, or bullfight.
Within seconds, police officers grabbed both clowns by their colorful shirts and wrestled one of them (Jargow) to the ground. The other (Morgan) continued to play the harmonica until an officer removed it from her mouth.
With the officers thus occupied, a matador in full traje de luces leapt onto the hood of the patrol vehicle parked in front of the bull and boldly presented his blood-red cape to the beast.
"I wondered whether I, neophyte matador, could bring down this behemoth, world-famous for charging towards profit while trampling underfoot the average worker," said the OWS activist/torero whose first fight this was. "Come what may, I knew I must try."
Police officers took no notice of the matador, occupied as they were with the clowns.
"This bull has ruined millions of lives!" wailed clown Jargow as he lay on the ground face-down. "Yet he and his accomplices have been rewarded with billions of our tax dollars—and we, here to put a stop to it all, are thrown to the ground. ¡Un escándalo!"
Both clowns were charged with disorderly conduct and released an hour later; they returned to Zuccotti Park to great fanfare. The Wall Street bull continues to rage.
http://www.yeslab.org/bull
Ετικέτες
# clowns,
http://www.yeslab.org/bull
11.07.2011
11.05.2011
Theatre of the Ears, Zaven Paré
Theatre of the Ears, director and design Zaven Paré, text and face Valère Novarina, translation Allen Weiss, sound Gregory Whitehead, puppeteer Mark Sussman, special thanks to Richard Forman, Travis Preston, Roman Paska, Astra Price and Susan Solt.
Ετικέτες
Theatre of the Ears,
Zaven Paré
10.08.2011
Crazy Clown Time David Lynch
Crazy Clown Time is the debut album from David Lynch.
Includes 14 Original Songs written, Performed and Produced by David Lynch
Includes 14 Original Songs written, Performed and Produced by David Lynch
Ετικέτες
Crazy Clown Time,
David Lynch
9.22.2011
Einsturzende Neubauten -ZNS
another part of Ishii Sogo's "Halber Mench" video. Neubauten are performing together with butoh collective DaiRakudokan.
see the full video ar
http://www.veoh.com/videos/v1184220RXaK4RSd
see the full video ar
http://www.veoh.com/videos/v1184220RXaK4RSd
Ετικέτες
Einsturzende Neubauten -ZNS
7.12.2011
Κάλεσμα ενάντια στην κυβερνητική απαγόρευση απόπλου του Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ και την στενή συνεργασία της κυβέρνησης με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου εξέδωσε την κατάπτυστη υπουργική απόφαση Παπουτσή για απαγόρευση απόπλου προς Γάζα χωρίς κανένα απολύτως επιχείρημα. Εμείς θεωρούμε ότι είναι υπόλογη γιατί έχει αφήσει ασύδοτο ένα έξαλλο, αποικιοκρατικό Ισραήλ, να αλωνίζει με τις υπηρεσίες του στην Ελλάδα για να εκτελούνται διατεταγμένες επιχειρήσεις, όπως π.χ. η υποβολή καταγγελιών στο λιμενικό για «μη αξιόπλοα» σκάφη. Παράλληλα η παρακολούθηση ακτιβιστών, η δολιοφθορά του Τζουλιάνο μέσα στην μαρίνα του Αλίμου (!) από «αγνώστους» αποτελούν ακόμα μερικές από τις σκηνές απείρου κάλλους που συμβαίνουν στην Ελλάδα, τον «στρατηγικό σύμμαχο» του Ισραήλ.
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, σε συνεργασία με την ισραηλινή κυβέρνηση και τις υπηρεσίες της, υποχρέωσε τις ελληνικές λιμενικές αρχές επί σχεδόν ένα μήνα να παρεμποδίζουν συστηματικά τον απόπλου των 9 πλοίων και των 350 ακτιβιστών του «Στόλου της Ελευθερίας ΙΙ - Παραμένοντας Άνθρωποι». Η τακτική που χρησιμοποιήθηκε, των γραφειοκρατικών προσκομμάτων και διοικητικών εμποδίων, ήταν η ίδια που η πρωτοβουλία μας υπέστη επί ένα χρόνο προσπαθώντας να απελευθερώσει τα δύο ελληνικά πλοία που ακόμα κρατούνται παράνομα στην Χάιφα από πέρυσι. Τα οποία θα βρει να τον περιμένουν ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, που επισκέπτεται επίσημα σήμερα το Ισραήλ.
Την Παρασκευή 8/7, οι Έλληνες και Ευρωπαίοι πολίτες που επέβαιναν στο Τζουλιάνο, μεταξύ των οποίων και μέλος του Σουηδικού κοινοβουλίου, βρέθηκαν παρανόμως αποκλεισμένοι έξω από το παλιό λιμάνι των Χανίων, έπειτα από μεθόδευση του Λιμεναρχείου Χανίων, που δήλωνε ψευδώς ότι δεν υπήρχε θέση ελλιμενισμού, εκδοχή που διαψεύδεται από τις καταγεγραμμένες συνομιλίες, τις μαρτυρίες πλήθους κόσμου και φωτογραφίες.
Το Σάββατο 9/7, μετά από προσπάθεια ανεφοδιασμού του Τζουλιάνο στην Παντάνασσα Ηρακλείου και πολύωρη και επικίνδυνη παρεμπόδιση από τρία σκάφη του λιμενικού, με αίτημα επιστροφής στο λιμάνι για παράδοση εγγράφων, τελικά επιδόθηκε έγγραφο εντολής του υπουργείου για απαγόρευση απόπλου λόγω πιθανής ακύρωσης της σημαίας τους σκάφους, αιτιολογία σαφέστατα προσχηματική. Σε ότι αφορά το γαλλικό Dignite/Al Karame μετά από τρεις ημέρες εξαντλητικών λιμενικών ελέγχων στην Σητεία, τελικά του εδόθη απόπλους και αναμένει ανεφοδιασμό αρόδου, παρακολουθούμενο από το ελληνικό λιμενικό.
Η Πρωτοβουλία «Ένα Καράβι για τη Γάζα» μαζί με άλλες αλληλέγγυες συλλογικότητες και οργανώσεις καλεί σε συγκέντρωση στα Προπύλαια και πορεία στην Βουλή την Τρίτη 12 Ιούλη στις 7 μμ.
Για να καταγγείλουμε την αισχρή τακτική και την απαράδεκτη θέση της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Για να πάψει επιτέλους προσχηματικά και παράνομα να εμποδίζεται ο απόπλους του στόλου της Ελευθερίας για τη Γάζα.
Πρωτοβουλία Ένα Καράβι για τη Γάζα
Ετικέτες
http://www.shiptogaza.gr/
6.11.2011
ANAPARASTASIS
Ο Γιάννης Χρήστου (1926-1970) συγκαταλέγεται στις μεγάλες μορφές της μουσικής πρωτοπορίας του 20ου αιώνα, αν και ουσιαστικά αποτελεί σήμερα έναν μεγάλο άγνωστο. Το έργο του χαρακτηρίζεται από σπάνια ενότητα και συνέπεια, τόσο ως προς τις πρωτοποριακές τομές που εισήγαγε στον κόσμο των ήχων και στα καινοτόμα μουσικά συστήματα, όσο και ως προς το φιλοσοφικό του σύμπαν το οποίο εμπνέει και διαπνέει τις συνθέσεις του: ο μύθος, το υπερβατικό, ο μυστικισμός, το αρχέγονο, η τελετουργία, το απρόσιτο, ο πανικός, η υστερία... Ακόμα περισσότερο, κάθε ξεχωριστό έργο του Χρήστου, αναπαριστά ένα αγωνιώδες κάλεσμα αρχέγονων ενστίκτων του Ανθρώπου και απελευθερώνει ένα πλατύ εύρος συναισθημάτων, εξαναγκάζοντας όλους τους κοινωνούς της τέχνης του σε σχεδόν ακραίες αντιδράσεις, αναφορικά με τον ενεργειακό αντίκτυπο που οι εκτελέσεις των έργων του έχουν ανά τον κόσμο. Με τον πρόωρο θάνατό του σε τραγικό δυστύχημα την 8η Ιανουαρίου του 1970, ανήμερα των γενεθλίων του, ο κόσμος της σύγχρονης μουσικής στερείται ένα από τα πλέον συναρπαστικά και προκλητικά ταλέντα του.
Το ντοκιμαντέρ αποπειράται να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα και το ιδιαίτερο πνεύμα αυτού του μεγάλου στοχαστή της τέχνης και να ακολουθήσει τη διαδρομή της σύντομης ζωής του, η οποία ήταν πάντοτε συννυφασμένη με την τέχνη του και την προσφορά του στην ανθρωπότητα και τον πολιτισμό. Μέσα από την παρουσίαση της εργογραφίας του συνθέτη, με σπάνια οπτικοακουστικά ντοκουμέντα, αλλά και συνεντεύξεις με σχεδόν όλο το δημιουργικό και φιλικό κύκλο με τον οποίο συνδέθηκε, το φιλμ αγωνιά να μας φέρει πιο κοντά στο μυστήριο που άφησε πίσω του ο σπουδαίος δημιουργός και να μας κάνει να αναρωτηθούμε για όλες τις μεγάλες στιγμές της τέχνης που συνήθως οι εποχικές συγκυρίες κρύβουν στη σκιά τους.
πηγή:http://anaparastasis.info/gr
5.29.2011
.....
X: Αν ο κόσμος γύρω μου δεν είναι καλά, δε μπορώ και γω να νιώθω καλά.
Μ: Αν δε νιώθω εγώ καλά, δεν μπορεί και ο κόσμος γύρω μου να είναι καλά.
Μ: Αν δε νιώθω εγώ καλά, δεν μπορεί και ο κόσμος γύρω μου να είναι καλά.
Ετικέτες
υποστιγμή,
Niaou,
Pink Panther *for today*
5.16.2011
5.13.2011
5.10.2011
"FORTELLERORKESTERET" ("The Telling Orchestra")
http://www.verdensteatret.com/fo_info.html
"FORTELLERORKESTERET"
("THE TELLING ORCHESTRA")
"FORTELLERORKESTERET" ("The Telling Orchestra") is a "live" room-installation that can be described in many ways:
An audio-visual composition where rusty mechanics meets new technology on the backside of
a "video-shadow-theatre" on Greenland. A machine, a polyphonic instrument, or a whole orchestra with many
voices and tunes,mutating shapes and interwoven stories. An electro-mechanical construction that
functions as an audio-visual "animation-machine"or a mechanical figure-theatre machinery, where images, sculptures,
sound and video is deeply integrated into each other to form an audio-visual-spatial composition.
By use of computer controlled motors and robotics the primitive wooden construction of old weather-beaten planks has become
an automatized sculpture-machine with the ability to in a second, totally transform the space in radical ways.
"That corpse you planted last year in your garden, has it began to sprout,
will it bloom this YEAR?"
"The Telling Orchestra" has gone through a constant development for almost three years and has become
a very advanced and complex construction. The original concept and choice of materials originate from
a journey to Greenland in 2003. As the process went on the different medias that interplay started to generate images
and stories on their own - as if the construction itself was hinting to what it was capable of expressing.
The installation has now become a true Telling Orchestra that can create extensive visual tales, mechanical ballets,
mirror- and shadow plays.It can produce pure abstractions as well as concrete literary stories,
psychological relations among motorized fragments of bones.
Religious visions from the roadside, shipwrecks and machine romance, … never ending.
"The Telling Orchestra" was made by: Asle Nilsen, Lisbeth J. Bodd, Håkon Lindbäck,
Piotr Pajchel, Christian Blom and Rune Madsen.
Thanks to: Trond Lossius, HC. Gilje.
PREVIOUS PRESENTATIONS OF THE TELLING ORCHESTRA INCLUDE:
2004: Lofoten, Norway, as a part of Stamsund International Theatre Festival.
2005: Tou Scene, Stavanger, Norway.
2006: Kunsthaus Graz, Graz, Austria, as a part of the festival Steiricher Herbst.
2007: Kunstnernes Hus, Oslo (together with another Verdensteatret-installation entitled the louder room)
2008: NAMOC, The National Art Museum of China, Beijing, as a part of the exhibition Synthetic Times.
2008: DORA, Trondheim, Norway.
FUTURE PRESENTATIONS INCLUDE:
2010: Guangdong Art Museum, Guangzhou, China. (together with a new Verdensteatret-installation that will premiere here) 2011: New York City.
THE CONSTRUCTION:
The main construction consists of old weather-beaten planks.
Inside the exhibition-room you meet a primitive but complex wooden construction of old weather-beaten
planks withseveral plateaus in different heights and depths where seemingly incompatible materials
and technologies are linked together. Each figure has its own "voice" and a repertoire of movements and sounds.
OBJECTS / FIGURES/ROBOTS
The objects or figures vary over a scale from geometrical abstraction to figurative naturalism.
The choice of material is anarchistic and chosen by coincidence.
The material has always its own story to tell within itself.
This also changes according to the relation it a part of.
SHADOW-PLAY:
The installation also functions as a shadow-play where the spectators can walk from one side to the other.
On one side (the one we call the backside) you can follow everything as a pure shadow play on the screen.
(The screen works both ways). And on the other side the spectator is on the same side as the objects/figures
(what would normally be the hidden side of a shadow theatre).On this side (which we consider as the front)
the spectator can follow the actions of the objects/figures and also see all the shadows and videos on this side.
.....shadow play...
By starting to use shadows as a tool for telling stories an make images one immediately set a whole passenger-train of clichés
and grotesque islets in motion before ones inner eye. In a long chain the Death comes in all kinds of shapes, from the European
middle ages with its living skeletons in a "dance macabre", dragging people down in their holes and graves.
-Heavy gloomy phantom-shadows of "doppelg˛ngere", hunch-backs, demons and nameless
mutants flashes by in thelit train wagons.In other wagons we see the slim elegant
islets from Indonesia with their long pointed noses and slanting eyes,
with fantasticperforation-patternsall over their bodies,
making them light as feathers and thin as smoke.
All this night-train wagons, rolling through the earth-shadow
up through history are full of these strange black flat shapes.
...combination of shadows and use of video as lines and spheres of light....
..shadows from some of the moving objects/figures..
MOTORS/ROBOTS
We have developed different types of motors and robots to move the objects.
These consists of small, silent dc-motors, power transformations and small micro-processors.
The motors shuffle the objects back and forth, rotate them and move them vertically.
The motion is controlled by a self-develloped software that reads a kind of text-based score;
a score for a "software-concertmeister".
MIRROR PROJECTIONS:
We try to get a more organic, manual tool out of the video. We try to transform the somewhat synthetic impression
from the square screen into a more direct manipulative tool. To manage this we use different bendable mirrors.
The photos here show examples of these manipulations through a bendable mirror controlled by 4 tiny motors on the
backside that is programmed to push or draw each corner of the mirror. This makes it possible to bend the images into seemingly
three-dimensional light-figures with the image intact at the same time. It is as if one can see both sides of the image at the same time.
It can be manipulated from focused image to betrenched out throughout the room or be become a little abstract knot of light.
Even tiny motions of the mirror gives an enormous effect,so its hard to control 100%.
But this manipulation is also very interesting when it behaves unpredictable.
It becomes an inscrutable organic image which is hard to detect how arises.
5.08.2011
Riten (1969)
A judge in an unnamed country interviews three actors, together and singly, provoking them while investigating a pornographic performance for which they may face a fine. Their relationships are complicated: Sebastian, volatile, a heavy drinker, in debt, guilty of killing his former partner, is having an affair with that man's wife. She is Thea, high strung, prone to fits, and seemingly fragile, currently married to Sebastian's new partner, Hans. Hans is the troupe leader, wealthy, self-contained, growing tired. The judge plays on the trio's insecurities, but when they finally, in a private session with him, perform the masque called The Rite, they may have their revenge Written by
While on tour in a European country, the actors Hans Winkelmann, his wife Thea and his best friend Sebastian Fisher are charged of obscenities and sent to court. While interviewing the trio individually in his office, Judge Dr. Abrahamson challenges and discloses the feelings and troubles of the unstable personality of each one of them: Sebastian is an aggressive man with drinking problem and lover of Thea; Hans is a controlled wealthy man and leader of the company; and Thea is a fragile and vulnerable woman with mental disturbance. The judge pushes the emotions of the dysfunctional troup to the edge and they propose a private exhibition of their play The Rite for his evaluation where the judge finds more than eroticism and obscenities. Written by Claudio Carvalho, Rio de Janeiro, Brazil
Ετικέτες
films,
Ingmar Bergman
5.05.2011
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ: ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ:ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΚΙ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ακολουθεί αναδημοσίευση ενός κειμένου του Θεόδωρου Τερζόπουλου από το βιβλίο του “ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ και ΘΕΑΤΡΟ ΑΤΤΙΣ-ΑΝΑΔΡΟΜΗ, ΜΈΘΟΔΟΣ, ΣΧΟΛΙΑ” 2000, Εκδόσεις ΑΓΡΑ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΑΔΡΟΜΗ και ΜΕΘΟΔΟΣ
Προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία μετά τον εμφύλιο βρέθηκε από την μεριά των ηττημένων, από μια κοινωνική ομάδα που πολεμήθηκε πολιτικά αλλά και ψυχολογικά. Από τη στιγμή που βρέθηκα από τη μεριά αυτών που στέκονταν στο περιθώριο των, είχα τη δυνατότητα να βλέπω με μάτι κριτικό τον κόσμο. Είχα αυτόματα μια φυσική κριτική θέση απέναντι στα πράγματα. Από μικρός ήμουνα θεατής του κοινωνικού θεάτρου. Παρατηρούσα την καθημερινή συμπεριφορά των νικητών και από αντίδραση άρχισα σιγά σιγά να πλάθω τις δικές μου ιστορίες και εικόνες.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό με έντονα τα στοιχεία της παράδοσης και ισχυρή τη μνήμη ενός πνευματικού παρελθόντος. Στο χωριό μου, τον Μακρύγιαλο Πιερίας, οι προοδευτικοί κάτοικοι, καπνοπαραγωγοί και ψαράδες, στην πλειονότητα τους πρόσφυγες από τον Πόντο, έφεραν μαζί τους στοιχεία μιας αυθεντικής κουλτούρας. Θυμάμαι συζητήσεις στις αυλές των σπιτιών για τους προγόνους, για τις χαμένες πατρίδες, για τους πολιτικούς εξόριστους, για τα καθημερινά προβλήματα, αλλά πάντα και για κάτι άλλο που υπερβαίνει τη ζωή. Το χωριό μου είναι χτισμένο πάνω στους τάφους της αρχαίας Πύδνας.
Αλησμόνητες οι στιγμές όπου μια γυναίκα τσάπιζε, άλλη θέριζε και άλλη αποχαιρετούσε τον κόσμο τραγουδώντας. Και εγώ με τη μάνα μου, μετά τις δουλειές του χωραφιού, ακούγαμε κάθε Δευτέρα απόγευμα το περίφημο “θέατρο της Δευτέρας” του Αχιλλέα Μαμάκη. Σε ποιο χώρο θα μπορούσε να εκφραστεί αυτό το συσσωρευμένο φορτίο μνήμης και βιωμάτων; Στο θέατρο, που είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου μπορεί κανείς να εκφράσει λυτρωτικά τέτοιου είδους ανάγκες. Αποφάσισα αρκετά νωρίς να ασχοληθώ με το θέατρο, για να βρω τις αναλογίες της ζωής μου σ’ αυτή την τέχνη. Ήμουν πολύ τυχερός που στην παιδική μου ηλικία δεν είχα την αυστηρή επιστασία των γονιών μου. Από δεκατριών ετών έζησα μόνος μου. Αυτό με χαλύβδωσε. Μετά την εφηβεία αισθάνθηκα την ανάγκη της συστηματικής οργάνωσης των σπουδών μου. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο άρχισα να μαθαίνω αγγλικά και ιταλικά και ν’ αναπτύσσομαι δομώντας τη ζωή μου μέσα σ’ ένα κλίμα ελευθερίας.
Χρειαζόμουν ένα σύστημα εργασίας με το οποίο θα μπορούσα να μορφοποιήσω το ανυπότακτο υλικό μου. Η μέθοδος του Μπέρτολτ Μπρέχτ που διδάχτηκα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το θέατρο με τους μεγάλους δημιουργούς και δασκάλους, έγινε βασικό εργαλείο της δουλειάς μου. Στο Βερολίνο κατάφερα μέχρι ένα σημείο και με μεγάλο μόχθο να αντιληφθώ τις διαστάσεις του απείθαρχου υλικού και τον τρόπο συγκρότησης του. Η πρώτη παράσταση που είδα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ ήταν ο Κοριολανός του Μπρέχτ, με τον Έκκεχαρτ Σάλλ στον ομώνυμο ρόλο. Έπαθα σοκ. Κατάλαβα ότι το θέαμα που έβλεπα ήταν τέχνη, σε μια υψηλή κλίμακα που δεν την γνώριζα μέχρι τότε. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ επί μια βδομάδα. Άρχισε μέσα μου η σύγκρουση. Έπρεπε να ζυμωθώ με καινούργια πράγματα, έπρεπε να ξεχάσω κάποια άλλα, έπρεπε να μελετήσω πάρα πολύ. Είχα δασκάλους τους σκηνοθέτες Ρουθ Μπεργκχάους και Μάνφρεντ Βέκβερτ και τον ηθοποιό Έκκεχαρτ Σάλλ.
Πήγαινα στην ακαδημία θεάτρου, κλεινόμουν στο αρχείο και μελετούσα τις ιστορικές παραστάσεις του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Στο αρχείο και στη βιβλιοθήκη είχα την τύχη να γνωρίσω τον Χάινερ Μύλλερ, ο οποίος τότε ήταν δραματουργός του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Στο πρόσωπο του βρήκα τον καλύτερο δάσκαλο μου. Γίναμε φίλοι, συγκλονίστηκα και επηρεάστηκα από τις απόψεις του και την μεθοδολογική του σκέψη. Εκείνη την περίοδο ξαναδούλευε τον Φιλοκτήτη. Αυτός που ασχολήθηκε πάρα πολύ με τους δικούς μας μύθους, με ώθησε να ασχοληθώ μ’ αυτούς και ν’ αγαπήσω την παράδοση μου.
Ο σαρκασμός του, το χιούμορ του, η μόνιμη αναίρεση και αυτοαναίρεση με ενθουσίαζαν και με δίδασκαν. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ έμαθα πώς να προσεγγίζω το κέντρο του θεατρικού μου υλικού, χωρίς να αφήνομαι σε αφηρημένα συναισθήματα ή συμπτωματικές καταστάσεις. Δεν φτάνει μόνο η φαντασία και η θέληση για την τέχνη της σκηνοθεσίας. Χρειάζεται ένα σύστημα με το οποίο προσεγγίζεις τον πυρήνα κάθε θέματος χωρίς να κινδυνεύεις να βρεθείς στην περιφέρεια. Έχω επηρεαστεί από τη φιλοσοφία του Bauhaus, ιδιαίτερα από τις προτάσεις του Όσκαρ Σλέμμερ για τη σωματικότητα στο θέατρο και στο χορό. Διδάχτηκα πολλά από την τέχνη του μεσοπολέμου μελετώντας την αισθητική του Γκέοργκ Γκρος και του Όττο Ντίξ, αλλά και από τον ρώσικο κονστρουκτιβισμό, ιδιαίτερα από τα έργα του μεγάλου εικαστικού καλλιτέχνη Καζιμίρ Μάλεβιτς.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα με φρέσκες τις απόψεις μου πάνω στο θέατρο του Μπρέχτ, άρχισα να σκηνοθετώ έργα του. Το ψωμάδικο με το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, το Μικρό Μαχαγκόνυ με το Θέατρο Θεσσαλονίκης, τη Μάνα Κουράγιο με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Με τη γνώση της Μπρεχτικής μεθοδολογίας και την εμπειρία των μπρεχτικών παραστάσεων μου, στην προσπάθεια να απελευθερώσω τη φαντασία μου και ν’ αναζητήσω καινούργιους εκφραστικούς δρόμους προχώρησα στη σκηνοθεσία των έργων Ένα ευτυχές γεγονός του Σλάβομιρ Μρόζεκ, Κεκλεισμένων των θυρών του Ζαν Πώλ Σάρτρ και Γέρμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ωστόσο ήμουν ανικανοποίητος διαπιστώνοντας ότι προσεγγίζω τα κείμενα με αρκετά εξωτερικό τρόπο, με μοναδική εξαίρεση τη Γέρμα. Σ’ αυτή την παράσταση άρχισα να αποβάλλω το μη χρήσιμο για τη δουλειά μου μέρος της Μπρεχτικής μεθόδου. Πριν από την παράσταση της Γέρμας έκανα το εξής λάθος. Εδώ θα χρησιμοποιήσω τη γνωστή εικόνα της σκάλας του Γιέρζι Γκροτόφσκι σε μια δική μου παραλλαγή. Ανέβαινα σε μια σκάλα, στεκόμουνα στο χείλος της έρευνας, πέταγα τη σκάλα μέσα με όλες τις πληροφορίες που μας στηρίζουν για ν’ ανεβαίνουμε και μετά έπεφτα κι εγώ στα βαθιά για να ερευνήσω το υλικό μου. Σιγά σιγά όλο αυτό το πρόβλημα άρχισε να φωτίζεται και προσπάθησα να μη ρίχνω σκάλα, αλλά να είμαι μέσα, να μη χρειάζεται να ρίξω σκάλα από έξω μέσα στο βαθύ υλικό, αλλά να βρίσκομαι μέσα. Αυτό χρειάζεται μια μόνιμη εγρήγορση και μια μόνιμη ερωτική σχέση με το ίδιο το υλικό. Άρχισε λοιπόν μια νέα περίοδος έρευνας, για την οποία ήταν απαραίτητη η χρήση του υλικού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Στους Δελφούς , το 1985, στο πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης για το Αρχαίο Δράμα, είχα τη δυνατότητα να δω σημαντικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, όπως οι Τρωάδες σε σκηνοθεσία Ταντάσι Σουζούκι, η Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Αντρέι Βάιντα, αλλά και σημαντικές ερμηνείες όπως ο Οιδίπους Τύραννος από τον Μίνα Τανάκα. Πήρα πολλά ερεθίσματα και αποφάσισα το επόμενο βήμα μου. Η τραγωδία μου ενέπνεε δέος και ήξερα ότι θα με οδηγήσει σε μια έντονη ερωτική σχέση με την τέχνη συνολικά. Το αρχαίο δράμα σε παίρνει μέσα του, δεν σου αφήνει περιθώρια να ξεφύγεις απ’ αυτό. Και αν ξεφύγεις και το προδώσεις για λίγο, δεν μπορείς να επιστρέψεις πάλι σ’ αυτό. Η έννοια του βάθους έχει τελείως διαφορετική διάσταση στην αρχαία τραγωδία από την έννοια του βάθους στο σύγχρονο θέατρο. Το βάθος στην αρχαία τραγωδία αφορά τη δομή. Στην προσπάθεια σου να ερμηνεύσεις μια φράση, μια κατάσταση μεγέθους, πρέπει να ψάξεις την αιτία της στη βαθιά ύλη της δομής, στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού. Η μορφή στην τραγωδία δεν είναι μια γενική και αφηρημένη έννοια, αλλά ένα σύνολο από κώδικες, πολύ συγκεκριμένους. Οι κώδικες αυτοί αποτελούν τον πρωταρχικό και αναγκαίο αγωγό επικοινωνίας με τον θεατή, ο οποίος πολλές φορές περιμένει ακόμα και κάτι το απροσδόκητο. Την καταστροφή τους.
Πλησίασα το αρχαίο δράμα αρχίζοντας την έρευνα μου με τις Βάκχες του Ευριπίδη. Αναζητούσα τις ρίζες εκείνων των καταστάσεων που θα έθεταν τις βάσεις για την κατανόηση των δικών μου καταβολών. Θα έθεταν τα θεμέλια πίστης στο να δεχθώ και να διδαχθώ από τις μεθόδους του Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς Μέγιερχολντ, του Κονσταντίν Στανισλάβσκι, του Γιέρζι Γκροτόφσκι, του Τζούλιαν Μπέκ, από την αισθητική του Ταντέους Καντόρ, του Σούζι Τεραμάγια, του Ταντάσι Σουζούκι, του Ρόμπερτ Ουίλσον, του Αντρέι Ταρκόφσκι και του Σεργκέι Παρατζάνοφ, να ασπαστώ τη σκέψη του Σάμιουελ Μπέκετ, του Χάινερ Μύλλερ, του Γιόζεφ Μπόις, του Αντονέν Αρτώ, για να αντιληφθώ τη λειτουργία της σκληρότητας στην καθημερινή της εφαρμογή.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΒΑΚΧΕΣ, άρχισα να ερευνώ με τους ηθοποιούς μου στη Βόρεια Ελλάδα τα κατάλοιπα διονυσιακών δρώμενων, αναζητώντας τις σωματικές πηγές ενέργειας και με την βοήθεια μιας ενδιαφέρουσας πληροφορίας από ένα ιατρικό βιβλίο εκδόσεων Λειψίας, του 17ου αιώνα, που βρέθηκε πριν από μερικά χρόνια στο Βερολίνο.
Υπήρξε η εξής πληροφορία, ότι στο Αμφιάρειο της Αττικής, στο νοσοκομείο του Ασκληπιού, όπου υπάρχει και ένα καταπληκτικό θέατρο, οι ασθενείς που επρόκειτο να εγχειρηθούν, όταν βασίλευε ο ήλιος άρχιζαν να περπατούν γυμνοί σ’ ένα κύκλο πάνω σε υγρό χώμα. Τη δεύτερη ώρα έπρεπε να επιταχύνουν το βήμα τους. Την Τρίτη περισσότερο. Την τέταρτη έπρεπε να λυγίσουν τα γόνατα όπως στο θέατρο Καμπούκι. Την Πέμπτη έπρεπε να λυγίσουν τους αγκώνες, και σιγά σιγά προχωρώντας και επιταχύνοντας αυτήν την κίνηση με τα λυγισμένα άκρα, πολλαπλασίαζαν την ενέργεια όπως στα αφρικανικά δρώμενα. Επί οκτώ ώρες κάνανε αυτή την άσκηση και οι σωματικοί πόνοι εξαφανίζονταν. Διονυσιασμένοι όπως οι Βάκχες, όχι με κρασί ούτε με λόγια αλλά με το κρασί του σώματος, με το αίμα τους. Το αίμα είναι το κρασί, το αίμα που κυκλοφορεί σ’ όλες τις φλέβες σωστά είναι η ευτυχία. Αυτοί που επρόκειτο να εγχειρηθούν το πρωί βρίσκονταν σε κατάσταση έκστασης, χαλαροί κι ευτυχισμένοι. Χειρουργούνταν μόνο με τη βοήθεια ενός χόρτου ως αναισθητικού. Αυτό το μυστικό ήταν για μένα πολύ σημαντικό. Άρχισα με τους ηθοποιούς μου τη δουλεία στον κύκλο. Αναζητήθηκαν επίμονα οι πηγές της ενέργειας και της έκστασης. Ήταν μια πολύ επώδυνη κι ενδιαφέρουσα έρευνα. Ανακαλύψαμε στο σώμα μας ξεχασμένες ηχογόνες πηγές και προσπαθήσαμε να συναντήσουμε μέσα από την έρευνα μας ακόμα και τη βαθύτερη μνήμη μας, την καταγωγή μας, και να επαναπροσδιορίσουμε το όραμα μας. Διότι όραμα δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, χωρίς τη συνείδηση ότι ο καθένας πρέπει να ψάχνει το μέλλον του μέσα από τις φλέβες του, το αίμα του, μέσα από τη δική του ενέργεια, η οποία είναι πολύμορφη και άπειρη.
Αυτοσχεδιάζαμε ατέλειωτες ώρες, προσπαθώντας να ενεργοποιήσουμε το σώμα καθολικά, θέλοντας να γνωρίσουμε τη σκοτεινή και μυστηριώδη παράδοση του, χορεύοντας πολλές φορές αδέξια, ταραγμένα, στριφογυριστά τον χορό της γέννησης, της ζωής και του θανάτου, προσπαθώντας να ξαναδούμε τον κόσμο κρατώντας τα μάτια του κορμιού μας ανοιχτά, διευρύνοντας τα όρια του σώματος μας, του σώματος που ποτέ δεν γνωρίζει ότι ωριμάζει. Καταλαβαίναμε ότι το σώμα μας πρέπει να είναι έτοιμο για αναμόρφωση, εκτεθειμένο σε όλους τους ερεθισμούς, να αυτοσχεδιάζει αδιάκοπα και να διατηρεί μια ερωτική σχέση με την παράδοση. Να προσπαθεί να ενώνει τα αντίθετα και να χορεύει τον τρελό χορό της σύγκρουσης των αντιθέτων. Είναι συγκλονιστικό να αισθάνεσαι τα όρια του σώματος σου διαπερατά, ανοιχτούς ενεργειακούς αγωγούς, τόπους μετάλλαξης πρωτογενών υλικών. Προχωρούσαμε με την πίστη ότι το σώμα μας δεν πρέπει να ωριμάζει, σαν να μη γεννήθηκε ποτέ και σαν να προσπαθεί κάθε φορά να γεννηθεί. Αυτό που μας δυσκόλευε ήταν το εγώ μας, που προσπαθούσε να ριζώσει βαθιά μέσα μας για να πλάσει «τέλειο και αμετάβλητο σχήμα» στα αισθήματα μας. Πιστέψαμε στο σώμα μας και προχωρούσαμε βαθιά μέσα του χωρίς να ρίχνουμε σκάλα απ’ έξω, για να την κατεβάσουμε μέσα στο βαθύ υλικό μας. Προσπαθούσαμε να προκαλέσουμε την εξέγερση βαθύτερων δυνάμεων που βίαια θα ανέτρεπαν όλες τις σκάλες. Προσπαθήσαμε να γκρεμίσουμε τους τοίχους που μας κρατούσανε βυθισμένους μέσα στον εαυτό μας και να φέρουμε στην επιφάνεια εικόνες από το χώρο του ασύνειδου, να πετάξουμε έξω από τα γνωστά μας όρια και να αιωρούμεθα. Συνειδητοποιήσαμε ότι το χρέος μας είναι να κάνουμε συνενόχους τους ανθρώπους και να τους έχουμε συνεργούς στο μεγάλο ταξίδι για τη χώρα της Μνήμης, αυτής που κρύβει την πρωταρχική γλώσσα του κυττάρου, και ν’ αυτοσχεδιάζουμε διαρκώς θέλοντας να μοιραστούμε με τους άλλους το «συγκεκριμένο» που βρίσκαμε στον αυτοσχεδιασμό. Προσπαθούσαμε να κρατάμε πάντα ανοιχτά τα μάτια της αυτογνωσίας.
Μέσα από τη διαδικασία της αναζήτησης των ηχογόνων σωματικών πηγών προσπαθήσαμε να βρούμε τον ρυθμό της λέξης. Καίριο παράδειγμα για την εκφορά του λόγου η φράση «κάματόν τ’ ευκάματον», από το πρώτο χορικό των Βακχών. Έρχονται οι Βάκχες στην Ελλάδα συνοδεύοντας τον Διόνυσο και τραγουδώντας «κάματόν τ’ ευκάματον», δηλαδή «έχουμε κούραση αλλά καλή κούραση». Αυτή η φράση αποδόθηκε πολλές φορές τελείως περιγραφικά, όπου οι Βάκχες έρχονται στη σκηνή κουρασμένες και ακουμπούν σε κάποιες πέτρες των αρχαίων θεάτρων μας, λες και θέλουν να ξεκουραστούν.
Εμείς, ερευνώντας το «κάματόν τ’ ευκάματον», βρήκαμε στον ρυθμό του τα μέτρα του πυρρίχιου χορού. Οι Βάκχες έρχονται χορεύοντας τον χορό της φωτιάς, χτυπώντας τα πόδια στη γη όπως στον ποντιακό πυρρίχιο χορό ή σε κάποιο συγγενικό χορό της Ανατολής. Οι ηθοποιοί σε κατάσταση μέθης οδηγούνται σε μία απρόβλεπτη έκρηξη ενέργειας και μέσα από τις ρωγμές του σώματος γεννιούνται φωτεινές, ανυπότακτες ύλες έτοιμες για μετάπλαση. Όπως ακριβώς στη φύση συσσωρεύεται η ενέργεια μέσα από αντίθετες ροές και γίνεται μία έκρηξη.
Πάντα λέω στον ηθοποιό μου, «χαλάρωσε, άφησε τους φυσικούς άξονες να εκφραστούν όπως αυτοί θέλουν, μην τους δίνεις διαταγές». Όταν αυτονομηθεί η λεκάνη ή αλλιώς το ενεργειακό τρίγωνο που περιέχει τις τρεις βασικές ενεργειακές ζώνες, τότε διοχετεύεται η ενέργεια σ’ όλο το σώμα και απελευθερώνει δυνάμεις – άξονες και γεννάει πρωτοφανέρωτους εκφραστικούς κώδικες. Όταν αυτονομηθεί το χέρι, το δάκτυλο θα χορέψει τον δικό του χορό, της δικής του παράδοσης, όπως χορεύουνε οι Σούφι, όπως χορεύουνε το ζεϊμπέκικο. Η παλάμη αυτονομείται και χορεύει όπως στο Νο και στο Κατακάλι, διαμορφώνει κώδικες, θυμάται δικές της μνήμες, όπως χόρευαν πριν από εκατό χρόνια οι πρόγονοι μας, χωρίς να ντρέπονται, με απόλυτη ελευθερία.
Η βαθύτερη ανάγκη μου είναι ο ρυθμός, γιατί αισθάνομαι ότι από τον ρυθμό γεννιέται η μορφή. Ο ρυθμός εξάλλου έχει λογικό πυρήνα. Και το πιο αφηρημένο σχήμα, η πιο φευγαλέα κίνηση που γεννιέται από τον ρυθμό, βασίζεται και σ’ έναν βαθύτερο λογικό νόμο. Αν μπορέσεις να βρεις τον πυρηνικό ρυθμό σε δύο αράδες, τότε θ’ αποκαλυφθεί ο ρυθμός που χαρακτηρίζει όλη την ενότητα και στη συνέχεια όλο το κείμενο.
Πιστεύω ότι ένα κείμενο αποτελείται από ρυθμικές ενότητες, ιδιαίτερα στο αρχαίο δράμα. Πολλές φορές μένω κατάπληκτος γιατί χωρίς να προκατασκευάζω τον ρυθμό μέσα από μία δραματουργική επεξεργασία ή μέσα από μία προεργασία σκηνοθετική αποτυπωμένη στο χαρτί, γεννιέται μέσα από τον ρυθμό η διαδικασία της αποδόμησης, της ανάλυσης και της ανασύνθεσης του υλικού. Από το ελάχιστο αρχικό σημείο χτίζεται μία καθολική εικόνα, με πολλές σημασίες, από τις οποίες παίρνω υπόψη μου κάποιες. Άλλες φορές το υλικό εκτρέπεται και πρέπει να ακολουθήσω τη ροή του. Ή παρεμβαίνει αιφνιδίως ένας παράγοντας και το υλικό κλυδωνίζεται. Ή πρέπει να προκαλέσω εγώ αυτόν τον κλυδωνισμό. Από την εισβολή του «απροσδόκητου» μπορεί να ανατραπεί όλη η άποψη. Και μπορεί το απροσδόκητο να εμφανιστεί και στη διάρκεια των παραστάσεων, όταν έχει παραχθεί πια το καλλιτεχνικό έργο. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι απροσδόκητοι εκτροχιασμοί, που ωστόσο έχουν δομή. Πολλές φορές τη δομή του ονείρου. Μια απροσδιόριστη ονειρική ύλη. Παγιδεύομαι και ο ίδιος μέσα σ’ αυτό το υλικό, το οποίο μου αποκαλύπτει ένα τοπίο πρωτόγνωρο, που με καλεί να πορευτώ μέσα του. Πολλές φορές παραβιάζω και κάποια κείμενα, από μία έμμονη ανάγκη μου να οδηγηθώ στο πρωτόγνωρο. Προχωρώντας με τους ηθοποιούς βαθύτερα, αυτό που εκφράζουν είναι στο μεταίχμιο της τάξης και του χάους. Ένα όριο ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, αντλώντας από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης.
ΠΙΣΤΕΥΩ πως δεν υπάρχουν σημεία στίξης στο θέατρο. Δεν υπάρχει τελεία, κόμμα, θαυμαστικό και αγκύλη. Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα οποία κατά κόρον το αστικό θέατρο χρησιμοποιεί σαν τα δυναμικά στοιχεία της εκφραστικής του γλώσσας. Υπάρχει πάντοτε μία θερμοκρασία κάτω από τον λόγο και πάρα πολλές διακυμάνσεις των εσωτερικών ήχων. Δεν ψάχνουμε τη λέξη στον φλοιό, όπου δίνεται η εντολή, αλλά την αναζητούμε και στις επτά ενεργειακές ζώνες του σώματος. Ο εντοπισμός αυτών των ενεργειακών ηχογόνων ζωνών διαμορφώνει και τη λειτουργία της αναπνοής. Μπορεί κανείς να αναπνέει από ένα σωματικό σημείο και να κινηθεί το σημείο αυτό με εντολή του διαφράγματος και να δημιουργεί έτσι πολυρυθμικές, λυτρωτικές κινήσεις. Συνήθως ακολουθώ τον ρυθμό και δεν καταφεύγω σε συγκεκριμένες εικόνες, θέλοντας να πιάσω την άκρη του νήματος. Ακολουθώ τον ρυθμό, στοχεύοντας σ’ ένα σημείο αυτής της αφηρημένης και απείθαρχης ύλης, διερευνώντας τα όρια της. Ακολουθώ τον ρυθμό σαν να είμαι μία συνιστώσα του, απενεργοποιώντας σχετικά τον φλοιό του εγκεφάλου, οδηγούμαι συχνά σε ένα τοπίο πρωτόγνωρο με δύσκολες σωματικές θέσεις, όπου ο λόγος δεν είναι επεξηγηματικός, αλλά φυσικός. Πολλές φορές λόγος – πόνος. Για μένα ο λόγος δεν είναι η εννοιολογική ερμηνεία του, η περιγραφή του, αλλά η εικόνα της δομής της λέξης, δηλαδή η εσωτερική της αιτία. Κι εδώ διαφοροποιώ τη σχέση μου από το εννοιολογικό θέατρο. Μ’ ενδιαφέρει, ερμηνεύοντας κανείς μία φράση να ανακαλύπτει ακόμη και την ηχογόνο πηγή της. Είναι μία προσπάθεια που διαρκώς αποδίδει ολοένα και ουσιαστικότερα αποτελέσματα στο επίπεδο της έρευνας της ζωτικής ενέργειας. Η ζωτική ενέργεια παράγει φυσικό χρόνο, ο οποίος δεν έχει συναίσθημα. Η φυσική πηγή παράγει ενέργεια, δεν παράγει συναίσθημα. Παράγει ήχους και συχνότητες πολύ πριν από το συναίσθημα. Είναι πιο καθαρά όλα πριν από το συναίσθημα.
Υπάρχει ένα κείμενο ασιατικό πάνω στους «επτά κύκλους του ενδιαφέροντος», για μια μάνα που της φέρνουν το παιδί της νεκρό. Μόλις το βλέπει, βγάζει μία κραυγή, παθαίνει ένα ολοθυμικό σοκ, μετά περνάει στο συναίσθημα, μετά το συναίσθημα απευθύνεται στους γείτονες, μετά οι γείτονες κλαίνε και ουρλιάζουνε, μετά γίνεται «οπερέτα» και μετά περνάει και στις εφημερίδες και έρχεται κι η γειτόνισσα, η οποία είναι έτοιμη (θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα) να εμφανιστεί στην τηλεόραση και ν’ αναφερθεί στο γεγονός. Καταλαβαίνει κανείς πως απομακρύνονται τα πράγματα από την πρωτογενή αλήθεια.
Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να αποκοπεί από τη λογοτεχνία. Για να γίνει αυτό, πρέπει να εξαγνίσουμε το θέατρο από το Κείμενο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε την προτεραιότητα των λέξεων. Ό λόγος, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι ποτέ μία λογοτεχνική γλώσσα. Είναι κάτι περισσότερο, βιολογικό ή πνευματικό, με την έννοια ότι κατέχει την πρωταρχική λειτουργία της γλώσσας. Ούτε το θέατρο σαν λογοτεχνία ούτε η λογοτεχνία σαν θέατρο έχουν τίποτα να κάνουν με τη λειτουργία που αποδίδουμε στις λέξεις.
Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε τα θεατρικά κείμενα. Αισθάνομαι την ανάγκη να απομακρυνθώ από το θέατρο της εποχής μας, που τείνει να συγχέει το θεατρικό κείμενο, δηλαδή μία ανεξάρτητη λογοτεχνική φόρμα, με το θέατρο και να γίνεται έτσι υπόδουλο του γραπτού λόγου, και ο λόγος του ηθοποιού να υπαγορεύεται από τις τυπωμένες λέξεις.
Όπως υποστηρίζει ο Σούζι Τεραγιάμα, πρέπει να αντιμετωπίζουμε το κείμενο όχι σαν κάτι που πρέπει να διαβαστεί λέξη προς λέξη, αλλά σαν ένα χάρτη. Λέγεται πως η ιστορία του χάρτη είναι πιο παλιά από αυτό της λογοτεχνίας. Ακόμη και στην προϊστορία ο άνθρωπος ήταν αναγκασμένος να κάνει γραφικές αναπαραστάσεις με σκοπό να καταλάβει που βρισκόταν και πόσο μακριά έπρεπε να πάει. Αν η περιοχή που σχεδιάστηκε πάνω στο διάγραμμα μπορεί να γίνει βατή από ανθρώπινο πόδι, ανήκει στην ιστορία. Αν δεν μπορεί να γίνει βατή, αν είναι ένα φανταστικό δωμάτιο με λουλούδια, ή η αγριότητα των ανθρώπινων σχέσεων ή η ζεστή οικειότητα του ανθρώπινου κορμιού, τότε είναι θέατρο.
Όπως ένας χάρτης μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους και να γίνει αιτία για πολλές τυχαίες συναντήσεις, έτσι και το κείμενο είναι ένα καθοδηγητικό πλάνο που μας δίνει τη δυνατότητα να κινούμαστε μπρος ανάμεσα στη γεωγραφία των έσω και των έξω, σ’ ένα φανταστικό θεατρικό ταξίδι που το μοιραζόμαστε με το κοινό.
ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ ΤΑΞΙΔΕΨΑ. Αυτή η διάθεση μου να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο, αποκαλύπτει την ανάγκη μου να μετακινούμαι διαρκώς. Έχω πάντα τη δυσκολία του μόνιμου χώρου, της μόνιμης πόλης, και πάντα την ανάγκη να μαθαίνω, να αλλάζω σημείο αναφοράς και να βλέπω τον κόσμο να αλλάζει. Συνάντησα πολλούς λαούς και πολιτισμούς. Διδάχθηκα πολλά από τον Συμβολισμό του Ιαπωνικού θεάτρου, την αυστηρή δομή των παραστάσεων, την εκφραστική οικονομία, τη σκηνική λιτότητα και τη θρησκευτικότητα. Με βοήθησε η γερμανική φιλοσοφική σκέψη στη συστηματοποίηση προσέγγισης των γεγονότων. Έμαθα πολλά από τους Ρώσους ηθοποιούς με τον σπάνιο εύθραυστο ψυχισμό τους. Αναγνώρισα στους απόδημους Έλληνες του Πόντου, της Αυστραλίας, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής τη δύναμη και την ουσία του Ελληνισμού.
Στον Πόντο, στον Καύκασο, αναζητούσα την καταγωγή μου. Το σπίτι της μητέρας μου. Γιατί εκεί γεννήθηκε στην Τάκοβα της Αμπχαζίας. Πήγαμε εκεί να παρουσιάσουμε τις Βάκχες και το Υλικό Μήδειας. Στην Κολχίδα μάλιστα παίξαμε τη Μήδεια σε μία ορθόδοξη εκκλησία των Ελλήνων, την οποία κάποτε οι σταλινικοί μετέτρεψαν σε νεκροτομείο. Έγινε θέατρο στην περεστρόικα. Συναντήσαμε Έλληνες, Αμπχαζιανούς, που δεν σκέφτονταν ακόμα ότι σε λίγο θα τους σάρωνε το μεγάλο κακό, ότι άρχιζε ο πόλεμος. Εκεί συνάντηση τη μεγάλη Ελληνίδα τραγωδό Σοφία Φωστηροπούλου, η οποία σκοτώθηκε δύο χρόνια μετά, στους βομβαρδισμούς του Σοχούμι. Στην Κολχίδα, το σημερινό Πότι, την πατρίδα της Μήδειας, έλαβα, πριν από την παράσταση της Μήδειας, μια αγκαλιά λουλούδια και ένα γράμμα την ημέρα της παράστασης, από τον πλοίαρχο Γιώργο Παπανδρεάδη. Ερχόταν από τον Βόλο και έφερνε στάρι, αλλά είχε μπλοκαριστεί, γιατί στο λιμάνι του Πότι είχε απεργία. Μου έγραψε: «χαίρομαι που ήρθατε στην πατρίδα της Μήδειας για να παίξετε αυτό το έργο. Κι εγώ ήρθα εδώ με το πλοίο ΑΡΓΩ». Μετά παίξαμε τις Βάκχες στην Τυφλίδα, όπου εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον σκηνοθέτη του σινεμά Σεργκέι Παρατζάνοφ.
Μ’ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΕ ο ψυχισμός των λαών της Λατινικής Αμερικής και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας απροσδιόριστης καταγωγής επιμιξιών. Ευαισθησία πολύ μεγάλη, χαρά για τη ζωή παρά τα προβλήματα τους. Συγγενεύουν αρκετά με τους μεσογειακούς λαούς. Πηγαινοέρχομαι στη Λατινική Αμερική εδώ και χρόνια και πραγματικά είναι ένα κομμάτι της γης που μ’ έχει συνεπάρει. Ιδιαίτερα η Κολομβία, για την αρχαία και σύγχρονη παράδοση της. Στην Κολομβία τα προηγούμενα χρόνια, στο πλαίσιο του διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου της Μπογκοτά, που είναι πολύ σημαντικό, είχα παρουσιάσει παραστάσεις τραγωδίας και είχα οργανώσει διάφορα σεμινάρια για νέους ηθοποιούς. Στο τρίτο εργαστήρι, το οποίο έγινε τον Μάιο του 1997, πήραν μέρος εβδομήντα νέοι ηθοποιοί και σπουδαστές Δραματικών Σχολών. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Ινδιάνοι. Από αυτούς επέλεξα εννέα ηθοποιούς, που αποτέλεσαν τον πυρήνα μίας παράστασης, βασισμένης στον μύθο του προκολομβιανού θεού Γιουρουπαρί. Μελέτησα στοιχεία της προκολομβιανής κουλτούρας ερευνώντας τον μύθο του Γιουρουπαρί, αντίστοιχου του δικού μας Διόνυσου. Εδώ θα ανακαλέσω στη μνήμη μου στιγμές από τις πρόβες των Βακχών πριν από δεκαπέντε χρόνια, όπου διαρκώς αναφερόμουν στα σωματικά γωνιώδη και στις σωματικές θέσεις των προκολομβιανών γλυπτών και το κάρμα τελικά με οδήγησε στην Κολομβία, για να τα δω όλα αυτά από κοντά και να τα ξαναδουλέψω. Όπως έμεινα κατάπληκτος όταν είδα πριν από πέντε χρόνια στο Μουσείο των Θηβών εικόνες των Βακχών σε βάζα του 6ου αιώνα π.Χ., με τις ίδιες σωματικές θέσεις και εκφράσεις, όπως τις είχαμε αποδώσει στις Βάκχες του Ευριπίδη και που παρόμοιες συναντάς στον πολιτισμό των ιθαγενών της Αυστραλίας ή στους Νουράγκινε της Σαρδηνίας, στον μυκηναϊκό πολιτισμό αλλά και σε άλλους πολιτισμούς.
Σε κάποιο εργαστήρι στην Μπογκοτά, ανάμεσα στους ηθοποιούς υπήρχε και ένας νεαρός από τον Αμαζόνιο, που το όνομα του ήταν Άριελ. Άριελ σημαίνει «πνεύμα του δάσους»… Ο Σαίξπηρ ήξερε το όνομα Άριελ, όταν το χρησιμοποίησε στην Τρικυμία… Και πραγματικά μου το επιβεβαίωσαν κάποιοι Κολομβιανοί ανθρωπολόγοι, ότι ο Σαίξπηρ ήξερε πάρα πολλά για τους μύθους των αποικιών. Οδήγησα τους ηθοποιούς μέσα από τον δικό μου τρόπο δουλειάς στην αναζήτηση της έκστασης. Ο Άριελ άρχισε να εκπέμπει κάποιους ήχους, άγνωστης συχνότητας για μένα, που είχαν μία άλλη χροιά. Ξαφνιάστηκα. Και το σώμα του άρχισε να κινείται σε κάποιους ρυθμούς που με εντυπωσίασαν. Δεν είχα ξαναδεί αυτούς τους κώδικες του σώματος ! Οι Ινδιάνοι ανθρωπολόγοι που παρακολουθούσαν το εργαστήρι και συμμετείχαν και πρακτικά, γιατί τους ενδιέφερε η δουλειά μου στην τραγωδία, μου είπαν ότι ο Άριελ προέρχεται από τα χωριά Κάουκα Σέλβα, γνωστά για τα αρχαία θρησκευτικά τους δρώμενα.
Θα ήθελα ν’ αναφέρω ένα δρώμενο που το παρακολούθησα στην Κολομβία, στη διάρκεια του οποίου οι κάτοικοι του χωριού υπερβαίνουν τα σωματικά τους όρια και προχωρούν στην έκσταση. Ο διάλογος στηρίζεται στον ρυθμό. Λόγου χάρη, ένας λέει: «Είδα έναν άνθρωπο νεκρό, ενώ ερχόμουν να σε συναντήσω. Τι συνέβη;», κι ο άλλος: «Μα πως ήταν το πρόσωπο του; » Και καταλαβαίνει από την στιχομυθία που αναπτύσσεται χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα, με την περιγραφή των χεριών και του κεφαλιού, όπου ο ένας λέει «ρά, ρά, ρά,…τι, τι, τι,…ά, ά, ά…» το οποίο εξαφανίζει τη λέξη και γίνεται ένας ήχος όπως στον Αισχύλο το «Οτό, το, το, το,… τι, τι, τι…» στον θρήνο των Περσών, και ο άλλος απαντά με αντίστοιχο τρόπο. Μετά, σιγά σιγά, γεννιέται μία λέξη αφηγηματική που προσπαθεί να σου ξεκαθαρίσει την ιστορία. Και μία δεύτερη λέξη, και μία τρίτη. Αλλά όχι περισσότερες. Και γίνεται «ά, ναι, ά, …πώς, πώς, πώς … έ, έ, έ… νεκρός!, νεκρός!, νεκρός!». Κι είναι μία απειροελάχιστη ιστορία που θα μπορούσαμε εμείς να την εξαντλήσουμε σ’ ένα λεπτό: «Τι έγινε;», «Έγινε αυτό!». Μέσα όμως από τη δική τους παράδοση, η αφήγηση έχει κι ένα χαρακτήρα πλούσια εκφραστικό, και διαρκεί μία ώρα. Ο χωρικός εκφράζεται με το σώμα του, αναπτύσσει ήχους και αυτοσχεδιασμούς. Σημασία έχει η δυνατότητα του ν’ αυτοσχεδιάζει και αυτή τη μικρή αφήγηση να την κάνει τέχνη και να προχωρήσει στη δημιουργία του ρυθμού και να αφηγηθεί μέσα από τον ρυθμό. Όπως συμβαίνει στην τζαζ και σε άλλες μορφές τέχνης, όπου ο ρυθμός αφηγείται. Και πάλι από τα γκέτο και τους μαύρους προέρχεται, που προσπαθούν να βρουν την εκφραστική ελευθερία τους μέσα σε απειροελάχιστα πράγματα.
Μετά μπαίνουν στο δρώμενο και οι θεατές, μετά μπαίνει όλο το χωριό, μετά μπαίνουν τα πουλιά, μετά μπαίνει και όλη η φύση. Κι αυτό αναπτύσσεται. Και φτάνει σ’ έναν διονυσιακό παροξυσμό αδιανόητο. Κι όλα γίνονται αυθόρμητα. Όλα αυτά είναι ένα υλικό εσωτερικό, που δεν ζητάει να χειραφετηθεί, δεν ζητάει να γίνει μία λέξη ή μία φράση με λογικό ειρμό. Καταλαβαίνεις μ’ αυτούς τους ήχους το γεγονός. Οι ασυνάρτητοι ήχοι περιγράφουν μία ιστορία. Αυτό είχε κάνει και ο Μπρούκ κάποτε στην παράσταση του Τα Πουλιά, βασισμένη σε ένα αφρικανικό δρώμενο. Σήμερα τα χάσαμε όλα γιατί είμαστε υπερπληροφορημένοι, γιατί θέλουμε να εξαντλήσουμε ένα ζήτημα σ’ ένα λεπτό, να τελειώνουμε για να πάμε παρακάτω…
Στην Μελβούρνη παρακολούθησαν τις Βάκχες ιθαγενείς και μετά την παράσταση μου είπαν: «Μα, αυτό που κάνεις το ξέρουμε». Τους ρωτώ: «Πως το ξέρετε;» «Έχουμε τα ίδια ρούχα, βαφόμαστε με τον ίδιο τρόπο και επίσης έχουμε τον ίδιο εκφραστικό κώδικα με τον δικό σας». Έμεινα άναυδος. Λέω: Καλά, πως; Εγώ δεν ξέρω τίποτα για εσάς» Την επομένη μέρα με τον Νιανιάρι, έναν από τους ιθαγενείς, καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο κάπου έξω από τη Μελβούρνη. Άρχισε να τραγουδάει και να βάφεται όπως κι εμείς. Έκανε κάποιες κινήσεις που έμοιαζαν με τις κινήσεις των δικών μας Βακχών. Την επόμενη χρονιά ξαναταξίδεψα στη Μελβούρνη και πήγαμε με τον Νιανιάρι σ’ ένα δάσος, πολύ μακριά από την πρωτεύουσα. Κάναμε και ένα ντοκιμαντέρ μαζί. Ήταν έξοχος, όταν αναπαρίστανε πουλιά και στοιχεία της φύσης.
Το πιο παλιό είναι το πιο καινούργιο. Αρκεί να είναι αληθινό. Όταν είδα τα μπαλέτα της Νέας Γουινέας στο φεστιβάλ της Μπογκοτά, διαπίστωσα ότι έκαναν εκπληκτικά πράγματα. Χόρευαν σ’ έναν φρενήρη ρυθμό. Με μία ταχύτητα απίστευτη. Και οι γυναίκες τραγουδούσαν με μια πολύ ψιλή φωνή, και η πρώτη χορεύτρια τραγουδούσε τραγούδια που σου θύμιζαν άριες. Όλα προϋπήρξαν. Εμείς τώρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να τα ξανα-ανακαλύπτουμε, για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε τον σύγχρονο κόσμο μέσα από την παράδοση.
Άρχισα να σκέφτομαι πάνω στην παγκοσμιότητα και τη διαχρονικότητα του έργου τέχνης, σε ζητήματα που λίγο-πολύ με έβγαλαν από μία τοπικιστική διάθεση, που μπορεί να είχα. Κατάλαβα ότι τα στοιχεία της δομής είναι όμοια σε όλους τους λαούς και όσο προχωράμε βαθύτερα, ψάχνοντας το θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης, βρίσκουμε και τις κοινές ρίζες. Ένα είναι το δέντρο της παράδοσης, με βαθιές τις ρίζες. Με αυτή την έννοια, βλέπουμε πολλές φορές την ίδια ακριβώς έκφραση των βαθύτερων αγωνιών και αναγκών στην τέχνη της Αυστραλίας, στην προκολομβιανή τέχνη και σε άλλες παραδόσεις. Συγγενεύουν, γιατί οι ίδιες ανάγκες, ακόμη και σε διαφορετικές εποχές γέννησαν τους ίδιους μύθους. Οι μύθοι του Διόνυσου, της Δήμητρας, του Απόλλωνα υπάρχουν σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς, με διαφορετικά, βεβαίως, ονόματα.
Από όλη αυτή την εμπειρία επηρεάστηκα αρκετά στο ανέβασμα του Γιουρουπαρί. Ενώ ο Διόνυσος στο πρώτο ανέβασμα των Βακχών με την ομάδα Άττις αποδιδόταν μέσα από την ανάπτυξη σωματικών και φωνητικών κωδίκων, εδώ τόλμησα μέχρι και την απόλυτη σιωπή, την παύση. Αυτή τη φορά αναρωτήθηκα αρκετά. «Τι είναι πέρα από τα πράγματα;» «Τι είναι θάνατος: Τι είναι τo τούνελ που περνάμε όλοι; Τι είναι το άσπρο φως μετά το τούνελ που αυτοί έχουν την τεχνική να το πλησιάσουν; Ποια είναι τα ζητήματα της τραγωδίας όταν προσθέσουμε αυτό το απόλυτο άσπρο φως;» Άρχισα ν’ αναλογίζομαι για το ταξίδι της Περσεφόνης στον Άδη και την επαναφορά, για το ταξίδι της Άλκηστης και του Ηρακλή, για τα Ελευσίνια Μυστήρια, για όλο αυτό το θέμα του περάσματος σε μία άλλη διάσταση την οποία είχαν εντοπίσει οι αρχαίοι λαοί. Έχουν τρόπους μετάβασης κι επιστροφής που ακόμη διατηρούνται μέσα από την προφορική παράδοση σε κάποιους πολιτισμούς. Κατάλαβα ότι τις έρευνες μου στην τραγωδία πρέπει να τις συνεχίσω με την καινούργια εμπειρία που απέκτησα. Για να φτάσω σε μεγαλύτερη αφαίρεση, σ’ έναν απόλυτο μινιμαλισμό, αναζητώντας την εικόνα του πυρηνικού ρυθμού.
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ, βρήκα πραγματικά μέσα στο σώμα κρυμμένες δυνάμεις, οι οποίες με ώθησαν στη συνέχιση της δουλειάς μου, που με οδήγησε στο Μήδειας Υλικό, στους Πέρσες, στο Κουαρτέτο, στον Κανόνα, στην Αντιγόνη, στον Προμηθέα Δεσμώτη, στον Διόνυσο, στον Ηρακλή, στην Κάθοδο, στο Πάσκα Ντεβάντις, στον Άμλετ, στο Στεφάνι και στον Ηρακλή Μαινόμενο.
Στους Πέρσες του Αισχύλου η αυτοκρατορία ενταφιάζει τις δομές της και στο τέλος καταρρέει κι αυτή. Οι γέροντες, η Άτοσσα, ο Ξέρξης, όλοι σε χορό του θανάτου επιμελούνται την ταφή τους. Θρηνούν εαυτούς και αλλήλους. Η μελαγχολία τους μετουσιώνεται σε ασυνείδητη επιθυμία θανάτου. Επιθυμία μιάς τελικής απόλυτης ηρεμίας. Η στατική αυτή παράσταση ήταν ένας πολυρυθμικός θρήνος σε κρεσέντο.
Στο Μήδειας Υλικό δημιούργησα ενότητες εικόνων και ένα ρυθμό που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκτροχιαστεί. Δεν υπήρχε η ανέλιξη του τραγικού, η κορύφωση του υλικού όπως στην τραγωδία. Αυτό φαίνεται καθαρά στην παράσταση, όπου η Μήδεια αναζητά με έμμονο τρόπο την εικόνα του Ιάσονα. Ο Ιάσων είναι η αφορμή για να παραθέτει τις εμμονές της. Ο Ιάσων της δίνει αυτό που δεν θέλει και ζητάει από τη Μήδεια αυτό που δεν έχει να του δώσει. Η εικόνα που έχει γι’ αυτήν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα κι έτσι τροφοδοτεί τον προσωπικό του ναρκισσισμό, με τη Μήδεια πάντα στη θέση του διάμεσου, στο ταξίδι του για ένα τοπίο που δεν υπάρχει. Τι σύγχρονη τραγωδία! Η κάθε ποιητική λέξη στο κείμενο αυτό είναι ένας θρόμβος αίμα. Είναι μία λέξη που πάντα ζει. Κι έχεις την αίσθηση πολλές φορές ότι είναι έτοιμη να πεθάνει κι όμως ζει. Στον Μύλλερ ή Μήδεια κάνει κύκλο. Όπως ο πίθηκος, που γυρίζει και τρώει την ουρά του. Γίνεται μία προσπάθεια απεγκλωβισμού της ενέργειας, αλλά κρατιέται μέσα στο σώμα και καίγεται. Το κείμενο είναι μία διαρκής αναίρεση. Σε τρεις αράδες λέγεται κάτι που αναιρείται στις επόμενες τρεις. Οι ρυθμοί, οι αισθήσεις παραμένουν μετέωροι. Πως προσεγγίζεις το μετέωρο; Οι ηθοποιοί συνήθως επιθυμούν τη δραματική κατάσταση που τους επιτρέπει να φορτιστούν, ν’ απευθυνθούν στο κοινό, να διοχετεύσουν την ενέργεια τους και να οδηγηθούν στην κατάσταση της ποθητής κάθαρσης. Εδώ, τη στιγμή που κατορθώνουν να φορτιστούν, λόγω της αιφνίδιας τροπής του κειμένου καταρρέουν. Για να μπορέσω λοιπόν να συνδέσω τη σκηνική πράξη, ακολούθησα το κείμενο: όπου έκανε στοπ, έκανα στοπ, ακολουθώντας τον ρυθμό, την έκρηξη της σκέψης του Μύλλερ. Έτσι οδηγήθηκα σε μία ενιαία μορφή, που συντίθεται από μικρά θραύσματα. Είναι ο σωστότερος δρόμος για να βρεις τη συγκολλητική ύλη. Πρέπει να ακολουθείς πάντα τον ρυθμό του κειμένου.
Αξέχαστη θα μου μείνει ή παράσταση του έργου Μήδειας Υλικό με την Άλλα Ντεμίντοβα στη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη. Το Δεσποτικό σαν αμφιθέατρο. Οι στοές στον γυναικωνίτη και οι θόλοι διευκόλυναν τον ήχο. Η παράσταση έπρεπε να γίνει στις επτά το απόγευμα. Λυκόφως. Το φως έμπαινε από τα παράθυρα και ήταν πορτοκαλί-μαβί. Έβαλα προβολείς με ομοιόχρωμα φίλτρα έξω από την εκκλησία, για να διατηρηθεί στη διάρκεια όλης της παράστασης το λυκόφως, που έδινε στον χώρο την εικόνα πυρκαγιάς. Μπήκε η Ντεμίντοβα σ’ αυτό τον χώρο και τρόμαξε, γιατί μιλούσε θεατρικά και δεν ακουγόταν. Άρχισε να εκφέρει τον λόγο πιο αργά και πάλι δεν ακουγόταν. Ώσπου ξαφνικά όλοι αυτοί οι θόλοι γίνανε ηχεία του χώρου και βοήθησαν να ακουστεί το μέλος του λόγου, η μουσική του λόγου. Γιατί έγινε ο λόγος ψαλμός. Και έκανε αντήχηση ο λόγος-ψαλμός.
Στον προμηθέα Δεσμώτη επικρατούσαν δύο άξονες. Ο άξονας του ακίνητου Προμηθέα, ωστόσο εσωτερικά κινητικού, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και από την άλλη ο άξονας της κινητικής Ιούς, αποδιωγμένης, κυνηγημένης από τον Δία. Όταν αυτοί οι δύο άξονες διασταυρώνονταν στην παράσταση, είχαμε και τη μέγιστη στιγμή δέους που διοχετευόταν από τον Προμηθέα, ο οποίος σε κατάσταση έκστασης προφήτευε το μέλλον της Ιούς και παράλληλα γεωγραφούσε τον κόσμο. Η διασταύρωση των δύο ενεργειών δημιουργεί τη μέγιστη δύναμη.
Η Αντιγόνη, συμπαραγωγή του θεάτρου Ολύμπικο της Βιτσέντζας και του Θεάτρου Άττις, μετά το Teatro Olimpico, παρουσιάστηκε και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Στην παράσταση της Επιδαύρου αναπτύχθηκε ο τραγικός μύθος πάνω σ’ έναν λευκό κύκλο μίας απόλυτα κλειστής γεωμετρίας. Η παράσταση θύμιζε τελετή θανάτου, με σημαντικές αναφορές στην επιστροφή των νεκρών όπως αυτή αποδίδεται στο θέατρο Καμπούκι και Νό.
Δουλεύοντας με τους ηθοποιούς μου και τον Βασίλη Βασικεχαγιόγλου πάνω στο υλικό της Μηχανιάδος του, διαμορφώθηκε ένα θεατρικό κείμενο πυκνού λόγου, μεγάλης έντασης και ενέργειας. Το έργο Κανών. Σ’ αυτό το έργο τίποτα δεν είναι δοσμένο. Όλα εκπέμπονται από μία πηγή μνήμης, ως αντανάκλαση γεγονότων που ίσως συνέβησαν σε μία πυκνή στιγμή ελάχιστου χρόνου, ή που θα συμβούν στο μέλλον μέσα στον χρόνο ενός ανοιγοκλεισίματος των βλεφάρων. Προγραμματίζαμε να εγκαινιάσουμε το θέατρο Άττις με την παράσταση του Κανόνα. Αλλά ο Διόνυσος ήθελε κι αυτή τη φορά να δώσουμε την πρώτη παράσταση στο εξωτερικό. Έτσι η πρεμιέρα έγινε στο περίφημο θέατρο Σαν Μαρτίν του Μπουένος Άιρες. Συγκινημένος από το θέαμα ο Ερνέστο Σάμπατο, σηκώθηκε πρώτος όρθιος και χειροκροτούσε θερμά, συμπαρασύροντας και τους άλλους θεατές.
Στο Κουαρτέτο, αυτό που δόθηκε ερμηνευτικά και σκηνοθετικά ήταν το χιούμορ και στις δύο εκδοχές, τη ρώσικη και την ελληνική. Ενώ υπήρχε η κλιμάκωση της έντασης από σκηνή σε σκηνή, υπήρχε κι ένας μικρός επίλογος πάντα, μια επωδός με χιούμορ. Πολύ ειρωνικά και οι δύο ήρωες, αντιμετώπιζαν τα γεγονότα για να περάσουν εκεί όπου καταρρέουν τα πράγματα, και όσο καταρρέουν, αποκαλύπτεται με χιούμορ η δομή τους. Διαρκώς οι ηθοποιοί Αλλάζουν θέση, ταχύτητα, οπτική γωνία, κέντρο βάρους, φύλο, μεταβαίνοντας από τον θύτη στο θύμα, από τον νικητή στον νικημένο.
Στη σκηνική σύνθεση Το χρήμα, μέσα από τη σωματικότητα, τις δικές μας τεχνικές, τις ανελέητες χειρονομιακές ερμηνείες, θελήσαμε να φωτίσουμε τις κοινωνικές αιτίες των γεγονότων. Τα πρόσωπα του έργου προωθούν τα προϊόντα τους, τους συνανθρώπους τους ως προϊόντα, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Έχουμε την απόλυτη ταυτοπροσωπία ανθρώπου και προϊόντος, με μοναδικό σκοπό το χρήμα. Ο άνθρωπος-χρηματομηχανή κινείται σ’ ένα χώρο όπου όλα επιτρέπονται και όλα κοστολογούνται. Επιχειρήσαμε να ανακαλύψουμε τις αντιστοιχίες με τον σημερινό κόσμο του θριάμβου της τεχνολογίας και να δούμε τις συνέπειες του, τον τραυματισμό των ουμανιστικών αξιών, των ονείρων και τις επερχόμενες καταστροφές.
Συλλογικά ερμήνευσαν τον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ οι ηθοποιοί του Άττις, με αίσθηση σαρκασμού και χιούμορ, θέτοντας σειρά ερωτημάτων για το πριν, το τώρα και το μέλλον. Ακροβατούσαν σ’ ένα όριο στο οποίο χανόταν το σωματικό κέντρο βάρους και βρίσκονταν σε μία διαρκή ειρωνική εγρήγορση, μέσα από την οποία περνούσαν από τη σάτιρα στο δράμα και αντιστρόφως, υπαινισσόμενοι ελάχιστες αισθήσεις του δικού μας σατυρικού δράματος. Στον Ηρακλή ο ήρωας είναι ταυτισμένος με την Ύδρα, με τη μηχανή πολέμου, με το Προϊόν. Σ’ αυτό το έργο θριαμβεύει η ταυτοπροσωπία Ηρακλής – Ύδρα – Μηχανή – Προϊόν. Αυτή η διαχρονική εικόνα του ανθρώπου.
Στην Κάθοδο συνεχίσαμε τον προβληματισμό μας πάνω στο θέμα της Μανίας του Ηρωισμού, που το αγγίξαμε με τον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ. Το υλικό της Καθόδου στηρίζεται στον μύθο των Τραχινιών του Σοφοκλή και στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι για τα όσα φοβερά διέπραξε, δεν είναι ο ίδιος υπεύθυνος αλλά η τρέλα του, που έχει θεϊκή προέλευση. Βαθύτατα ένοχος, για να απαλλαγεί από το μίασμα, αναζητά έναν τόπο εξαγνισμού και ηρεμίας. Θέλει να κατέβει στον Άδη, για να γλιτώσει από τα βάσανα του. Αυτό το πέρασμα στον Άδη απασχόλησε την ομάδα Άττις, αναζητώντας τους εκφραστικούς κώδικες στον χρόνο του Άδη και, μέσα από αυτούς, στοιχεία της γλώσσας του σατυρικού δράματος.
ΜΕΛΕΤΗΣΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΟΥ τα φαινόμενα της φύσης. Τον νόμο του κύματος, της αστραπής, του σεισμού, δηλαδή τις δυνάμεις της φύσης που είναι και οι δυνάμεις του καλού. Η μελέτη αυτών των στοιχείων ήταν για μας πολύτιμη. Αυτή η εμπειρία περνάει και μέσα από τις παραστάσεις μου. Πολλές φορές, θέλοντας να δώσω στους ηθοποιούς την εικόνα μίας πιο εύγλωττης ερμηνείας πάνω στον ρυθμό του λόγου, χρησιμοποιώ μνήμες από τη φύση. Και τους λέω, «εδώ ο αέρας δεν περνάει. Ο αέρας όταν φτάνει στον κορμό του δένδρου τον πλήττει. Ωστόσο ο κορμός μένει ακίνητος». Τους μιλάω για τον ρυθμό του αέρα καθώς διαπερνά τα φύλλα ή για τον ρυθμό του κύματος. Πως γεννιέται μα και πως σκάει. Απλές αναφορές στη φύση, που είναι συγχρόνως πηγές ενέργειας. Η φύση για μένα δεν είναι ήρεμη. Η βροχή είναι δυνατή. Η θάλασσα αγριεμένη. Η φύση στην πιο βίαιη της έκφραση. Αυτή την εικόνα κουβαλάω. Και αυτούς τους ρυθμούς μπορεί κανείς να τους δει και στη δουλειά μου. Εδώ θα αναφερθώ στη μεγάλη μου δασκάλα, θα έλεγα, την Κατίνα Παξινού, που βλέποντας την επηρεάστηκα βαθιά από το ερμηνευτικό της παραλήρημα, τον τρόπο που καταργεί τη στίξη και προχωράει σε μία γλώσσα η οποία είναι δεμένη απόλυτα με τους πολυρυθμικούς χρόνους της φύσης, της χαράς, της γέννησης και του θανάτου. Γνώριζε η Παξινού να ερμηνεύει κρυμμένους χρόνους, που βρίσκονται πολλές φορές πίσω από τη μαύρη γραμμή, μέσα στην παύση, ανάμεσα σε δύο σημεία. Αυτό προσπαθώ να ψάξω. Τι υπάρχει πίσω από αυτό το διάστημα, πίσω από το λεγόμενο θεατρικό κενό; Ποιες ύλες κρυμμένες πίσω από την κάθε λέξη; Αυτά τα μικροδιαστήματα, όπως στη μινιμαλιστική μουσική, στη σύγχρονη ζωγραφική και συνολικά στη σύγχρονη τέχνη. Μέσα από αυτό το ελάχιστο μπορεί σιγά σιγά να διαμορφωθεί εξελικτικά μία εικόνα τραγικού μεγέθους.
Η λειτουργία του ηθοποιού δεν είναι ούτε να τον παρατηρούν ούτε να επιδεικνύεται, αντίθετα να ωθεί, να υποκινεί τους άλλους. Το πρώτο βήμα της υποκριτικής είναι να δημιουργήσει μία σχέση αδιεξόδου με το ακροατήριο. Για να μπορεί ο ηθοποιός να δώσει νόημα στην παρουσία του στην σκηνή, πρέπει να είναι ικανός να εφεύρει τη δική του γλώσσα, για να μπορεί να εκφράσει μία μαγική κατάσταση. Ο ηθοποιός δεν πρέπει ν’ απομνημονεύει κάθε προσωπική δράση, πρέπει, αντίθετα, συνεχώς να ξεχνά. Κάθε καινούργια κατάσταση δεν είναι τίποτε άλλο από τη συσσώρευση όλων αυτών που έχουν ξεχαστεί. Ο ηθοποιός παίζοντας πρέπει να τα βλέπει όλα, αλλά και να κατανοεί το αντίθετο. Να παίζει ψυχρά και το κοινό αντίθετα να είναι θερμό. Δηλαδή θα πρέπει να προβοκάρει τα αισθήματα των θεατών κι αυτό επίσης χρειάζεται τεχνική. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε πάλι τη φράση του Ντιντερό: «Τα δάκρυα του ηθοποιού βγαίνουν από το μυαλό του».
Ο ηθοποιός πρέπει να βρίσκεται εδώ και αγωνιωδώς κάπου αλλού. Να βρίσκεται σε μία διαρκή πάλη ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν είναι. Ανάμεσα σε αυτό που ζει και σε αυτό που δεν υπάρχει. Ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζει και σε αυτό που δεν γνωρίζει. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει αίσθηση των θεατών, αίσθηση των εκφραστικών του σημείων, ένστικτο για να ξέρει σε ποια περιοχή βρίσκεται και ποιες παγίδες ν’ αποφύγει. Και παράλληλα να έχει κουλτούρα και πνευματικότητα. Ρωτάω τους ηθοποιούς μου: «ανακουφίζεστε ή κουράζεστε μ’ αυτήν τη σύνθετη λειτουργία;» «Ανακουφιζόμαστε όταν πιάνουμε το κέντρο της λειτουργίας» απαντούν.
Η διαδικασία της παράστασης αρχίζει με την προετοιμασία στο καμαρίνι. Αυτό που κάνει και ο ηθοποιός του Καμπούκι. Αυτοσυγκεντρώνεται μπροστά στον καθρέφτη και θέλει να δει, μέσα από αυτόν, το είδωλο του. Να μπει στον ρόλο του, διασχίζοντας τον καθρέφτη. Είναι και ο τρόπος ο δικός μας. Δυόμισι ώρες πριν από την παράσταση οι ηθοποιοί μου πηγαίνουν στο θέατρο και δουλεύουν. Κάνουν γυμναστική, μακιγιάρονται. Γιατί μακιγιάζ σημαίνει ότι «από αυτό που είμαι στην καθημερινότητα, αφού χαλάρωσα το σώμα μου, τώρα σιγά σιγά μεταμορφώνομαι. Αλλάζω μάσκα, μπαίνω στον χώρο του δρωμένου».
Το θέατρο που κάνω δεν νομίζω ότι μπορεί να οριστεί ως θέατρο του θανάτου. Είναι μία δίοδος. Άλλοτε είναι πολύ στενή. Άλλοτε είναι μία σχεδία, σε μία νεκρή θάλασσα η οποία κοχλάζει στο βάθος της. Και θέλω πραγματικά σ’ αυτή τη σχεδία που είναι σχεδόν ακίνητη πάνω στην Αχερουσία Λίμνη να βρω τον χρόνο, έναν άλλο χρόνο-άχρονο, πέρα από τον χρόνο του πάθους της Μήδειας και του Διόνυσου, όπου ο ηθοποιός θα βλέπει την εικόνα του, απέναντι του, πίσω από τον κλασσικό καθρέφτη. Η έννοια του θανάτου και του ονείρου με απασχολεί από την παιδική μου ηλικία και λυπάμαι που βλέπω σήμερα τη δυνατότητα που έχει ο καθένας να κατασκευάζει το όνειρο με τα χέρια του, μέσα από τη χρήση ενός κομπιούτερ. Συνήθειες που διαβρώνουν συνεχώς τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης μας. Όπως λέει και ο Σαίξπηρ, «Η συνήθεια και της φύσης το καλούπι μπορεί ν’ αλλάξει». Ελάχιστες είναι οι στιγμές και ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που μπαίνουν σε διαδικασία αναζήτησης κάποιων αληθειών, γι’ αυτό και λειτουργούμε πάντα με το υποκατάστατο της αλήθειας. Με το διάμεσο που υπάρχει ανάμεσα σε μας και την αλήθεια. Το διάμεσο ως αλήθεια. Το έψαξα στον Σάρτρ, στον Μύλλερ και θα το αναζητήσω στον Ζενέ και στον Μπέκετ. Είναι λίγοι οι θεατρικοί συγγραφείς που θα σκηνοθετήσω. Είναι πάρα πολύ λίγοι αυτοί με τους οποίους νομίζω ότι έχω μία σχέση, γι’ αυτό και στην περίπτωση μου δεν μπορεί κανείς να πει ότι δημιουργώ έχοντας υπόψη μου το παγκόσμιο θέατρο και τις σύγχρονες ανάγκες της θεατρολογίας. Είναι μία κίνηση εσωτερικής ανάγκης, μιας δικής μου οριακής ανάγκης. Είναι ένα προσωπικό θέατρο, θα έλεγα. Ιδιαίτερα προσωπικό και από κει και πέρα, στην προσπάθεια μου να πάω βαθύτερα στη δομή αυτού του θεάτρου, ερευνώ βαθύτερα τις δομές της δικής μου ύπαρξης. Το θέατρο μου αφορά ιδιαίτερους ηθοποιούς που έχουν ίδιες αγωνίες με μένα.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΕΓΑΖΩ-ΣΤΕΓΑΖΟΜΑΙ και στέγη είναι ξένες προς την ιδιοσυγκρασία μου. Πάντοτε η ιδέα της στέγης, μου δημιουργούσε ανασφάλεια και πανικό. Ίσως από μία ανάγκη να διαφυλάξω τον εαυτό μου από τη φθορά που δημιουργεί η σταθερή θέση ή ακόμα και να τον εξοντώσω, πιστεύοντας ότι «τα πάντα ρεί». Μ’ αυτήν την έννοια, χαριτολογώντας, πάντα έλεγα τι να τον κάνω τον μόνιμο θεατρικό χώρο, προτιμώ τον «εσωτερικό» μεταβαλλόμενο. Περιέφερα τόσο το δικό μου όραμα όσο και των συνεργατών μου σε διαφορετικά τοπία του κόσμου. Σημαντικά θέατρα με μεγάλη φόρτιση, όπου παρουσίασα τις παραστάσεις μου, άνοιξαν καινούργιους ορίζοντες στη δουλειά μου. Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ με την μπρεχτική παράδοση, εκεί που διδάχτηκα την τέχνη της σκηνοθεσίας, η Σάουμπίνε των πειραμάτων και της έρευνας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζας, αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Παλάντιο, το Αμφιθέατρο της Σιζουόκα του Αράτα Ισοζάκι κ.α. Επίσης έμαθα να προσαρμόζω τις παραστάσεις μας σε διαφορετικές σκηνές σ’ ότι αφορά τις διαστάσεις, το ύφος και την παράδοση. Σ’ αυτό με βοήθησαν οι λιτές και ουσιαστικές σκηνογραφικές προτάσεις των πολύτιμων συνεργατών μου, του σκηνογράφου Γιάννη Πάτσα, του Ερμόφιλου Χοντολίδη και του εικαστικού καλλιτέχνη Αλέξανδρου Κόκκινου.
Με τα χρόνια κουραζόμαστε και θέλουμε μιά γωνιά. Μία σχετική ησυχία. Ωστόσο πιστεύω ότι με χώρο ή χωρίς αυτόν, το ζητούμενο είναι η ισορροπία ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή. Περιπλανήθηκα σε περιοχές όπως το Παγκράτι, η Κυψέλη, τα Πατήσια, αναζητώντας χώρο. Ωστόσο ξεκινώντας από εκεί, τα βήματα μου μ’ επανέφεραν πάντα στο υποβαθμισμένο Μεταξουργείο. Περπατώντας τα κυριακάτικα πρωινά σ’ αυτή την περιοχή, ταξίδευα στη δεκαετία του ’60, στην ελληνική επαρχία όπου μεγάλωσα.
Φαίνεται ότι αναζητούσα αυτή την εικόνα και την έβρισκα στην αιμορραγούσα ανοιχτή πληγή της Αθήνας, που είναι το Μεταξουργείο. Σ’ αυτή την περιοχή ξαφνιάζεται κανείς από εκρήξεις εικόνων και αισθήσεων που μεταβάλλουν διαρκώς το τοπίο. Αυτή η διαρκής μεταβολή με ξεκουράζει, ανθρώπινα και καλλιτεχνικά. Ένα παλιό σπίτι και η αυλή του μετατράπηκαν σε θεατρικό χώρο, λιτό και λειτουργικό, φτιαγμένο από ξύλο και σίδερο. Ανάμεσα σε παρηκμασμένους βιομηχανικούς χώρους, μικρομάγαζα και οίκους ανοχής.
ΑΤΤΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ και οι Βάκχες ήταν το πρώτο έργο που ανέβασα. Και επειδή η ομάδα που είχε επιλεγεί τότε ήταν ποντιακής καταγωγής, την ονόμασα Άττις. Ο Άττις είναι ο Διόνυσος του χειμώνα, είναι ο σπόρος, είναι η κυοφορία και η προσπάθεια της γέννας. Ο Άττις είναι ο Διόνυσος από τη Φρυγία. Από τον Πόντο. Την πατρίδα μου.
Όλοι οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκα, έθεσαν το λιθαράκι τους στη διαμόρφωση της άποψης και της αισθητικής του Άττις. Ωστόσο θα ήθελα ν’ αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς, που μετουσίωσαν κάποιες πλευρές της έρευνας μας διανοίγοντας καινούργιους εκφραστικούς δρόμους. Αξέχαστη θα μείνει η στιγμή της «αναγνώρισης» από τις Βάκχες του Ευριπίδη, όπου η Σοφία Μιχοπούλου κατάφερε μία στιγμή να τη μετατρέψει σε συμπαντική και διαχρονική. Η Σοφία Μιχοπούλου, κρατώντας το κεφάλι του γιου της Πενθέα και πιστεύοντας ότι είναι κεφάλι λιονταριού, άρχισε να διαστέλλει πολύ υποδειγματικά το στόμα της περνώντας στην αλαλία. Σιγά σιγά η αλαλία απλώθηκε σε όλο το σώμα. Δεν μπορούσε να εκφραστεί, όχι επειδή δεν μπορούσε να πιστέψει – αυτό είναι μία μεταγενέστερη λειτουργία. Είχε αποσβολωθεί και προσπαθούσε να βρει τον ενεργειακό αγωγό. Και όλο το σώμα παλλόταν. Έβγαζε ήχους πρωτογενείς, που πολύ αργά διαμόρφωναν τη λέξη.
Οι «συγκεκριμένες κινήσεις» είναι άξονες και οι συγκεκριμένοι άξονες γεννούν νέους. Στην περίπτωση του Τάσου Δήμα μπορείς να δεις, όταν απελευθερώνονται, πόσο σεβόμενος τους κώδικες - άξονες δημιουργεί άλλους, που είναι, στην κυριολεξία, το αποτέλεσμα των ίδιων κωδίκων. Ο Τάσος Δήμας έφτασε σε στοιχεία ερμηνευτικά που ήταν λίγο απρόσμενα, χωρίς να παρακάμψει τους συγκεκριμένους κώδικες για να πάει σε ρεαλιστικούς. Στον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ αναζητούσε κάτι και δεν μπορούσε να οδηγηθεί πουθενά. Του λέω, «προχώρα το». Και δημιούργησε ένα χρόνο για τρία-τέσσερα λεπτά, όπου κατάλαβε ότι δεν είχε καμία συναισθηματική φόρτιση, ευρισκόμενος ωστόσο σε μία αναζήτηση του απροσδιόριστου και του ανερμήνευτου. Ένα μεγάλο ερωτηματικό για την τέχνη είναι αυτή η στιγμή. Ο Τάσος Δήμας, γνωρίζοντας εσωτερικά το σύστημα δουλειάς μας, μπορεί να απελευθερώνει μέγιστες δυνάμεις. Η Ανέζα Παπαδοπούλου τολμά και προχωράει στα πιο λαβυρινθώδη εσωτερικά τοπία, ανασύροντας πρωτοφανέρωτους κώδικες αρχαίων μνημών. Ο Άκης Σακελλαρίου με τη συνθετική ικανότητα του, παράγει σπάνιες ερμηνευτικές αποχρώσεις.
Μου έχουν εντυπωθεί στιγμές στις πρόβες οι οποίες δεν έχουν θέση στην παράσταση, αλλά υπήρξαν συγκλονιστικές μαρτυρίες γιατί αναιρούσαν την προγραμματισμένη έρευνα. Θυμάμαι τον Γιώργο Συμεωνίδη, που μία μέρα στις πρόβες των Βακχών, στον ρόλο του αγγελιοφόρου, χρησιμοποιώντας το ενεργειακό του απόθεμα άρχισε στιγμιαία να «πετάει». Ο Γιώργος Συμεωνίδης, μέσα από την ψιλοδουλεμένη του ύπαρξη, προχωρεί στην άρση και την υπέρβαση των πραγμάτων με ασύγκριτο τρόπο. Η Καλλιόπη Ταχτσόγλου προχωράει στις πιο βαθιές και ανεξιχνίαστες περιοχές του όντος. Με τον ίδιο τρόπο η Ευρύκλεια Σωφρονιάδου και ο Δημήτρης Σιακάρας, αλλά και με αισθαντικότητα και δύναμη, φωτίζουν δύσκολες πλευρές των θεατρικών προσώπων. Η Όλια Λαζαρίδου, μέσα από τον εύθραυστο ψυχισμό της και την τεχνική της, κατάφερε να φωτίσει πολλές πλευρές της Μερτέιγ από το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ. Από τις νεότερες γενιές, η Σοφία Χίλλ και ο Ιερώνυμος Καλετσάνος αναζητούν επίμονα τις διαστάσεις του βάθους και της υπέρβασης.
Από τους ξένους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκα, θα ήθελα να αναφέρω τη Ρωσίδα ηθοποιό Άλλα Ντεμίντοβα, η οποία, όταν ψιθυρίζει, έχεις την αίσθηση ότι ετοιμάζει έναν κεραυνό και ο κεραυνός με τη σειρά του δημιουργεί εκείνο το ενεργειακό απόθεμα που μετουσιώνεται σε έναν χαμηλόφωνο, ισχυρό λόγο πάθους. Σ’ ένα σημείο του Υλικού Μήδειας δουλέψαμε με την Ντεμίντοβα σαν η Μήδεια να βρισκόταν στο κατάστρωμα της Αργούς και να τη διαπερνούσε ένα κύμα, καθώς μιλούσε. Έπρεπε λοιπόν να πηγαίνει και να έρχεται, όπως το κύμα. Και να έχει ο λόγος της και όλη η έκφραση της τον ρυθμό και την υγρασία του κύματος.
Αλλά και η Ιταλίδα Γκαλατέα Ράντσι, στενή συνεργάτης του Λούκα Ρονκόνι, με ευαισθησία και λυρισμό ερμήνευσε το οντολογικό πρόβλημα της Αντιγόνης. Της είπα να τραγουδήσει τους στίχους: «Τώρα που αποχαιρετώ τη Θήβα, και πάω να συναντήσω το θάνατο». Το τραγούδησε με την τοσκάνικη προφορά της όπως η Ελεωνόρα Ντούζε και η φωνή της βρήκε τον σωστό ηχητικό αγωγό της Επιδαύρου και η μελωδία της απλώθηκε σε όλο το αμφιθέατρο. Η Σαρδήνια ηθοποιός Λία Καρέντου ανέδειξε σε μεσογειακό αρχέτυπο την ηρωίδα Πάσκα Ντεβάντις του Μικελάντζελο Πιρά. Η Γερμανίδα Ίρμγκαρντ Πάουλις ερμήνευσε με μία δυναμική εξπρεσιονιστική γλώσσα την Γκέσε Γκότφριντ, από το θεατρικό έργο Ελευθερία στη Βρέμη του Ρ. Β. Φασμπίντερ. Εκρηκτική ήταν η ερμηνεία του Βαλμόν από τον σημαντικότατο Ρώσο ηθοποιό Ντίμα Πεφτσόφ. Ο Ινδιάνος κορυφαίος του Γιουρουπαρί, ο Άριελ Μαρτίνεζ, στην ερμηνεία του εξέπεμπε σε κατάσταση μέθης συχνότητες και ήχους άγνωστους σε μας. Με μοναδική δύναμη, εσωτερικό πάθος και εκφραστική συγκρότηση ερμήνευσε ο Τούρκος ηθοποιός Γετκίν Ντικισιλέρ τον Ηρακλή του Ευριπίδη. Συγκλονιστική υπήρξε η Αιλά Αλγκάν ως θρηνωδός στην ίδια παράσταση. Αρκετές φορές όταν ένας ηθοποιός μου ξεπερνώντας τα όρια της καθημερινής έρευνας δημιουργεί έναν πρωτόγνωρο ρυθμό, που μας υπερβαίνει, τότε λέμε: θεϊκό κομμάτι αυτό. Είναι για τον θεό.
Οι δημιουργοί προσπαθούν να αγγίξουν τον θεό. Κερδίζουν την ψευδαίσθηση της αθανασίας μέσα από τη δημιουργία. Λόγου χάρη , όταν ο ήλιος είναι κατακόρυφος και ζεματάει, τα στάχυα φαίνονται σαν να έχει ζωγραφίσει ο Βαν Γκογκ. Μπερδεύεται η φύση με το έργο της τέχνης. Αυτές οι αποκαλυπτικές εικόνες βοηθούν στο να εμφανιστεί η πυρηνική αίσθηση των πραγμάτων. Πιστεύω ότι οι δημιουργικοί άνθρωποι έχουν ένα μικρό δικαίωμα στην αθανασία. Φοβάμαι πως λιγοστεύει η δημιουργική φωτιά και πως θα σβήσει και τότε, αν σβήσει κι αυτή η φωτιά, που θα βρεθεί ο Προμηθέας; και πως μπορούμε τη μικρή φωτιά να τη γιγαντώσουμε; Με ποια επανάσταση;
Ο άνθρωπος σήμερα βιώνει την απελπισία γιατί η σύγκρουση με τους θεούς, που οδηγεί στην κάθαρση, τελείωσε. Στην αρχαία ζωή και στην τέχνη οι άνθρωποι συγκρούονταν με τους θεούς και στην προσπάθεια τους να τους μοιάσουν γίνονταν άτρωτοι. Έχουμε εξορίσει τους πραγματικούς θεούς και στη θέση τους μπήκαν οι απομιμήσεις. Η ζωή έγινε λαβυρινθώδης και μας αρέσει σήμερα ο λαβύρινθος. Ίσως στα τέλη του 21ου αιώνα ο «νέος άνθρωπος» θα γελάει με τις ιδέες και τις πράξεις των ανθρώπων του 20ου αιώνα, των τελευταίων ουμανιστών. Ίσως στον 21ο αιώνα οι άνθρωποι θα κατασκευάσουν κάποιους θεούς στα μέτρα τους, χωρίς την ανάγκη της σύγκρουσης και της ζύμωσης μαζί τους. Εδώ θα ήθελα ν’ αναφέρω μία φράση του Ταρκόφσκι για τον θεό. «Ο θεός είναι ένα σπίτι με πολλά ανοιχτά παράθυρα», είπε. Στο μέλλον τα σπίτια θα είναι κλειστά; Ο κόσμος, φυλακή;
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΩ είναι πολύ λίγο και δημιουργείται μέσα από τις εμμονές μου. Η βασική εμμονή μου είναι το θέατρο, που ώρες ώρες και πολύ συχνά μπερδεύω τα όρια του με εκείνα της ζωής. Η αμετάκλητη εμπλοκή μου σ’ αυτό δηλώνει ένα σύνολο προσωπικών εμμονών. Οι εμμονές εκδηλώνονται ακόμη και στην καθημερινή μου ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση. Αρνούμαι το φτηνό κοινωνικό και πολιτικό σήριαλ και όποιο πράγμα μου καταργεί τη δυνατότητα να αισθάνομαι αρμονικά με τους άλλους. Ζω με έναν τρόπο λες και βρισκόμαστε στην περίοδο του μεσοπολέμου. Ζω τη μετάβαση και περιμένω. Αυτό καθορίζει όλη τη συμπεριφορά μου. Προσπαθώ να βιώσω το πάθος και τον πόνο που παρέχει το πάθος, τον πόνο του πάθους. Για να φτάσω στο μάθος. Το πάθος είναι μάθος. Δεν γνωρίζω τόσο πολλά για να είμαι σοφός δάσκαλος και από την άλλη δεν είμαι τόσο αθώος για να είμαι μαθητής. Νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής όταν δουλεύω με νέους ανθρώπους κι αυτό μου δίνει δύναμη, περιεχόμενο στη ζωή μου, την ομορφαίνει. Αναζητώ κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, στιγμές της χαμένης ουτοπίας και πενθώ με τον τρόπο μου για την απώλεια της.
ΚΑΝΩ ΘΕΑΤΡΟ για να καλυτερέψω, για να μπορώ να ακούω και να καταλαβαίνω τους άλλους. Κάνω θέατρο για να μπορώ – και μακάρι να φτάσω στο σημείο αυτό – να μη λέω πολλά, να λέω λίγα. Κάνω θέατρο για τη σιωπή, όπου μέσα της μία μικρή αίσθηση, μία μικρή χροιά, ένα κοίταγμα θα μπορούν αυτόματα να ερμηνεύονται χωρίς λόγια, λόγια, λόγια, γιατί η κρίση του κόσμου σήμερα είναι τα πολλά λόγια. Διαπιστώνουμε την κρίση, όλοι γράφουμε βιβλία, όλοι λέμε, όλοι ερμηνεύουμε τα πάντα, όλοι έχουμε άποψη για όλα και κανείς μας δεν σιωπά. Πιστεύω ότι η στιγμή της μεγάλης έντασης δεν έχει λόγια, δεν έχει ερμηνεία, δεν έχει αναγωγή, δεν έχει αναφορές και μεταφορές. Είναι αυτό που είναι. Γιατί στην υψηλή θερμοκρασία, είτε του πάγου είτε της φωτιάς, μεταλλάσσονται και μορφοποιούνται τα πράγματα. Και αυτή είναι η διαδικασία της τέχνης και της ζωής. Η μετάλλαξη. Και είναι αυτό το ζητούμενο, κόντρα σε όλο εκείνο το παζάρι, την οχλοβοή του σύγχρονου κόσμου. Γι’ αυτό όταν μιλάω, συνδέω τα πάντα με το «πέρασμα», γι’ αυτό συγκλονίζομαι από την τραγωδία, από κάποιους συγγραφείς, συγκλονίζομαι από τους μεγάλους πολιτισμούς για τη σιωπή, για να φτάσω στη σιωπή.
πηγή : http://www.pokethe.gr/wordpress/?p=109
ΑΝΑΔΡΟΜΗ και ΜΕΘΟΔΟΣ
Προέρχομαι από μια οικογένεια η οποία μετά τον εμφύλιο βρέθηκε από την μεριά των ηττημένων, από μια κοινωνική ομάδα που πολεμήθηκε πολιτικά αλλά και ψυχολογικά. Από τη στιγμή που βρέθηκα από τη μεριά αυτών που στέκονταν στο περιθώριο των, είχα τη δυνατότητα να βλέπω με μάτι κριτικό τον κόσμο. Είχα αυτόματα μια φυσική κριτική θέση απέναντι στα πράγματα. Από μικρός ήμουνα θεατής του κοινωνικού θεάτρου. Παρατηρούσα την καθημερινή συμπεριφορά των νικητών και από αντίδραση άρχισα σιγά σιγά να πλάθω τις δικές μου ιστορίες και εικόνες.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ ένα χωριό με έντονα τα στοιχεία της παράδοσης και ισχυρή τη μνήμη ενός πνευματικού παρελθόντος. Στο χωριό μου, τον Μακρύγιαλο Πιερίας, οι προοδευτικοί κάτοικοι, καπνοπαραγωγοί και ψαράδες, στην πλειονότητα τους πρόσφυγες από τον Πόντο, έφεραν μαζί τους στοιχεία μιας αυθεντικής κουλτούρας. Θυμάμαι συζητήσεις στις αυλές των σπιτιών για τους προγόνους, για τις χαμένες πατρίδες, για τους πολιτικούς εξόριστους, για τα καθημερινά προβλήματα, αλλά πάντα και για κάτι άλλο που υπερβαίνει τη ζωή. Το χωριό μου είναι χτισμένο πάνω στους τάφους της αρχαίας Πύδνας.
Αλησμόνητες οι στιγμές όπου μια γυναίκα τσάπιζε, άλλη θέριζε και άλλη αποχαιρετούσε τον κόσμο τραγουδώντας. Και εγώ με τη μάνα μου, μετά τις δουλειές του χωραφιού, ακούγαμε κάθε Δευτέρα απόγευμα το περίφημο “θέατρο της Δευτέρας” του Αχιλλέα Μαμάκη. Σε ποιο χώρο θα μπορούσε να εκφραστεί αυτό το συσσωρευμένο φορτίο μνήμης και βιωμάτων; Στο θέατρο, που είναι ο κατεξοχήν χώρος όπου μπορεί κανείς να εκφράσει λυτρωτικά τέτοιου είδους ανάγκες. Αποφάσισα αρκετά νωρίς να ασχοληθώ με το θέατρο, για να βρω τις αναλογίες της ζωής μου σ’ αυτή την τέχνη. Ήμουν πολύ τυχερός που στην παιδική μου ηλικία δεν είχα την αυστηρή επιστασία των γονιών μου. Από δεκατριών ετών έζησα μόνος μου. Αυτό με χαλύβδωσε. Μετά την εφηβεία αισθάνθηκα την ανάγκη της συστηματικής οργάνωσης των σπουδών μου. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο άρχισα να μαθαίνω αγγλικά και ιταλικά και ν’ αναπτύσσομαι δομώντας τη ζωή μου μέσα σ’ ένα κλίμα ελευθερίας.
Χρειαζόμουν ένα σύστημα εργασίας με το οποίο θα μπορούσα να μορφοποιήσω το ανυπότακτο υλικό μου. Η μέθοδος του Μπέρτολτ Μπρέχτ που διδάχτηκα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ, το θέατρο με τους μεγάλους δημιουργούς και δασκάλους, έγινε βασικό εργαλείο της δουλειάς μου. Στο Βερολίνο κατάφερα μέχρι ένα σημείο και με μεγάλο μόχθο να αντιληφθώ τις διαστάσεις του απείθαρχου υλικού και τον τρόπο συγκρότησης του. Η πρώτη παράσταση που είδα στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ ήταν ο Κοριολανός του Μπρέχτ, με τον Έκκεχαρτ Σάλλ στον ομώνυμο ρόλο. Έπαθα σοκ. Κατάλαβα ότι το θέαμα που έβλεπα ήταν τέχνη, σε μια υψηλή κλίμακα που δεν την γνώριζα μέχρι τότε. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που δεν μπορούσα να κοιμηθώ επί μια βδομάδα. Άρχισε μέσα μου η σύγκρουση. Έπρεπε να ζυμωθώ με καινούργια πράγματα, έπρεπε να ξεχάσω κάποια άλλα, έπρεπε να μελετήσω πάρα πολύ. Είχα δασκάλους τους σκηνοθέτες Ρουθ Μπεργκχάους και Μάνφρεντ Βέκβερτ και τον ηθοποιό Έκκεχαρτ Σάλλ.
Πήγαινα στην ακαδημία θεάτρου, κλεινόμουν στο αρχείο και μελετούσα τις ιστορικές παραστάσεις του Μπερλίνερ Ανσάμπλ, σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπέρτολτ Μπρέχτ. Στο αρχείο και στη βιβλιοθήκη είχα την τύχη να γνωρίσω τον Χάινερ Μύλλερ, ο οποίος τότε ήταν δραματουργός του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Στο πρόσωπο του βρήκα τον καλύτερο δάσκαλο μου. Γίναμε φίλοι, συγκλονίστηκα και επηρεάστηκα από τις απόψεις του και την μεθοδολογική του σκέψη. Εκείνη την περίοδο ξαναδούλευε τον Φιλοκτήτη. Αυτός που ασχολήθηκε πάρα πολύ με τους δικούς μας μύθους, με ώθησε να ασχοληθώ μ’ αυτούς και ν’ αγαπήσω την παράδοση μου.
Ο σαρκασμός του, το χιούμορ του, η μόνιμη αναίρεση και αυτοαναίρεση με ενθουσίαζαν και με δίδασκαν. Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ έμαθα πώς να προσεγγίζω το κέντρο του θεατρικού μου υλικού, χωρίς να αφήνομαι σε αφηρημένα συναισθήματα ή συμπτωματικές καταστάσεις. Δεν φτάνει μόνο η φαντασία και η θέληση για την τέχνη της σκηνοθεσίας. Χρειάζεται ένα σύστημα με το οποίο προσεγγίζεις τον πυρήνα κάθε θέματος χωρίς να κινδυνεύεις να βρεθείς στην περιφέρεια. Έχω επηρεαστεί από τη φιλοσοφία του Bauhaus, ιδιαίτερα από τις προτάσεις του Όσκαρ Σλέμμερ για τη σωματικότητα στο θέατρο και στο χορό. Διδάχτηκα πολλά από την τέχνη του μεσοπολέμου μελετώντας την αισθητική του Γκέοργκ Γκρος και του Όττο Ντίξ, αλλά και από τον ρώσικο κονστρουκτιβισμό, ιδιαίτερα από τα έργα του μεγάλου εικαστικού καλλιτέχνη Καζιμίρ Μάλεβιτς.
Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα με φρέσκες τις απόψεις μου πάνω στο θέατρο του Μπρέχτ, άρχισα να σκηνοθετώ έργα του. Το ψωμάδικο με το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης, το Μικρό Μαχαγκόνυ με το Θέατρο Θεσσαλονίκης, τη Μάνα Κουράγιο με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος.
Με τη γνώση της Μπρεχτικής μεθοδολογίας και την εμπειρία των μπρεχτικών παραστάσεων μου, στην προσπάθεια να απελευθερώσω τη φαντασία μου και ν’ αναζητήσω καινούργιους εκφραστικούς δρόμους προχώρησα στη σκηνοθεσία των έργων Ένα ευτυχές γεγονός του Σλάβομιρ Μρόζεκ, Κεκλεισμένων των θυρών του Ζαν Πώλ Σάρτρ και Γέρμα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ωστόσο ήμουν ανικανοποίητος διαπιστώνοντας ότι προσεγγίζω τα κείμενα με αρκετά εξωτερικό τρόπο, με μοναδική εξαίρεση τη Γέρμα. Σ’ αυτή την παράσταση άρχισα να αποβάλλω το μη χρήσιμο για τη δουλειά μου μέρος της Μπρεχτικής μεθόδου. Πριν από την παράσταση της Γέρμας έκανα το εξής λάθος. Εδώ θα χρησιμοποιήσω τη γνωστή εικόνα της σκάλας του Γιέρζι Γκροτόφσκι σε μια δική μου παραλλαγή. Ανέβαινα σε μια σκάλα, στεκόμουνα στο χείλος της έρευνας, πέταγα τη σκάλα μέσα με όλες τις πληροφορίες που μας στηρίζουν για ν’ ανεβαίνουμε και μετά έπεφτα κι εγώ στα βαθιά για να ερευνήσω το υλικό μου. Σιγά σιγά όλο αυτό το πρόβλημα άρχισε να φωτίζεται και προσπάθησα να μη ρίχνω σκάλα, αλλά να είμαι μέσα, να μη χρειάζεται να ρίξω σκάλα από έξω μέσα στο βαθύ υλικό, αλλά να βρίσκομαι μέσα. Αυτό χρειάζεται μια μόνιμη εγρήγορση και μια μόνιμη ερωτική σχέση με το ίδιο το υλικό. Άρχισε λοιπόν μια νέα περίοδος έρευνας, για την οποία ήταν απαραίτητη η χρήση του υλικού της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Στους Δελφούς , το 1985, στο πλαίσιο της διεθνούς συνάντησης για το Αρχαίο Δράμα, είχα τη δυνατότητα να δω σημαντικές παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας, όπως οι Τρωάδες σε σκηνοθεσία Ταντάσι Σουζούκι, η Αντιγόνη σε σκηνοθεσία Αντρέι Βάιντα, αλλά και σημαντικές ερμηνείες όπως ο Οιδίπους Τύραννος από τον Μίνα Τανάκα. Πήρα πολλά ερεθίσματα και αποφάσισα το επόμενο βήμα μου. Η τραγωδία μου ενέπνεε δέος και ήξερα ότι θα με οδηγήσει σε μια έντονη ερωτική σχέση με την τέχνη συνολικά. Το αρχαίο δράμα σε παίρνει μέσα του, δεν σου αφήνει περιθώρια να ξεφύγεις απ’ αυτό. Και αν ξεφύγεις και το προδώσεις για λίγο, δεν μπορείς να επιστρέψεις πάλι σ’ αυτό. Η έννοια του βάθους έχει τελείως διαφορετική διάσταση στην αρχαία τραγωδία από την έννοια του βάθους στο σύγχρονο θέατρο. Το βάθος στην αρχαία τραγωδία αφορά τη δομή. Στην προσπάθεια σου να ερμηνεύσεις μια φράση, μια κατάσταση μεγέθους, πρέπει να ψάξεις την αιτία της στη βαθιά ύλη της δομής, στα βαθύτερα στρώματα του ψυχισμού. Η μορφή στην τραγωδία δεν είναι μια γενική και αφηρημένη έννοια, αλλά ένα σύνολο από κώδικες, πολύ συγκεκριμένους. Οι κώδικες αυτοί αποτελούν τον πρωταρχικό και αναγκαίο αγωγό επικοινωνίας με τον θεατή, ο οποίος πολλές φορές περιμένει ακόμα και κάτι το απροσδόκητο. Την καταστροφή τους.
Πλησίασα το αρχαίο δράμα αρχίζοντας την έρευνα μου με τις Βάκχες του Ευριπίδη. Αναζητούσα τις ρίζες εκείνων των καταστάσεων που θα έθεταν τις βάσεις για την κατανόηση των δικών μου καταβολών. Θα έθεταν τα θεμέλια πίστης στο να δεχθώ και να διδαχθώ από τις μεθόδους του Βσέβολοντ Εμίλιεβιτς Μέγιερχολντ, του Κονσταντίν Στανισλάβσκι, του Γιέρζι Γκροτόφσκι, του Τζούλιαν Μπέκ, από την αισθητική του Ταντέους Καντόρ, του Σούζι Τεραμάγια, του Ταντάσι Σουζούκι, του Ρόμπερτ Ουίλσον, του Αντρέι Ταρκόφσκι και του Σεργκέι Παρατζάνοφ, να ασπαστώ τη σκέψη του Σάμιουελ Μπέκετ, του Χάινερ Μύλλερ, του Γιόζεφ Μπόις, του Αντονέν Αρτώ, για να αντιληφθώ τη λειτουργία της σκληρότητας στην καθημερινή της εφαρμογή.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΒΑΚΧΕΣ, άρχισα να ερευνώ με τους ηθοποιούς μου στη Βόρεια Ελλάδα τα κατάλοιπα διονυσιακών δρώμενων, αναζητώντας τις σωματικές πηγές ενέργειας και με την βοήθεια μιας ενδιαφέρουσας πληροφορίας από ένα ιατρικό βιβλίο εκδόσεων Λειψίας, του 17ου αιώνα, που βρέθηκε πριν από μερικά χρόνια στο Βερολίνο.
Υπήρξε η εξής πληροφορία, ότι στο Αμφιάρειο της Αττικής, στο νοσοκομείο του Ασκληπιού, όπου υπάρχει και ένα καταπληκτικό θέατρο, οι ασθενείς που επρόκειτο να εγχειρηθούν, όταν βασίλευε ο ήλιος άρχιζαν να περπατούν γυμνοί σ’ ένα κύκλο πάνω σε υγρό χώμα. Τη δεύτερη ώρα έπρεπε να επιταχύνουν το βήμα τους. Την Τρίτη περισσότερο. Την τέταρτη έπρεπε να λυγίσουν τα γόνατα όπως στο θέατρο Καμπούκι. Την Πέμπτη έπρεπε να λυγίσουν τους αγκώνες, και σιγά σιγά προχωρώντας και επιταχύνοντας αυτήν την κίνηση με τα λυγισμένα άκρα, πολλαπλασίαζαν την ενέργεια όπως στα αφρικανικά δρώμενα. Επί οκτώ ώρες κάνανε αυτή την άσκηση και οι σωματικοί πόνοι εξαφανίζονταν. Διονυσιασμένοι όπως οι Βάκχες, όχι με κρασί ούτε με λόγια αλλά με το κρασί του σώματος, με το αίμα τους. Το αίμα είναι το κρασί, το αίμα που κυκλοφορεί σ’ όλες τις φλέβες σωστά είναι η ευτυχία. Αυτοί που επρόκειτο να εγχειρηθούν το πρωί βρίσκονταν σε κατάσταση έκστασης, χαλαροί κι ευτυχισμένοι. Χειρουργούνταν μόνο με τη βοήθεια ενός χόρτου ως αναισθητικού. Αυτό το μυστικό ήταν για μένα πολύ σημαντικό. Άρχισα με τους ηθοποιούς μου τη δουλεία στον κύκλο. Αναζητήθηκαν επίμονα οι πηγές της ενέργειας και της έκστασης. Ήταν μια πολύ επώδυνη κι ενδιαφέρουσα έρευνα. Ανακαλύψαμε στο σώμα μας ξεχασμένες ηχογόνες πηγές και προσπαθήσαμε να συναντήσουμε μέσα από την έρευνα μας ακόμα και τη βαθύτερη μνήμη μας, την καταγωγή μας, και να επαναπροσδιορίσουμε το όραμα μας. Διότι όραμα δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, χωρίς τη συνείδηση ότι ο καθένας πρέπει να ψάχνει το μέλλον του μέσα από τις φλέβες του, το αίμα του, μέσα από τη δική του ενέργεια, η οποία είναι πολύμορφη και άπειρη.
Αυτοσχεδιάζαμε ατέλειωτες ώρες, προσπαθώντας να ενεργοποιήσουμε το σώμα καθολικά, θέλοντας να γνωρίσουμε τη σκοτεινή και μυστηριώδη παράδοση του, χορεύοντας πολλές φορές αδέξια, ταραγμένα, στριφογυριστά τον χορό της γέννησης, της ζωής και του θανάτου, προσπαθώντας να ξαναδούμε τον κόσμο κρατώντας τα μάτια του κορμιού μας ανοιχτά, διευρύνοντας τα όρια του σώματος μας, του σώματος που ποτέ δεν γνωρίζει ότι ωριμάζει. Καταλαβαίναμε ότι το σώμα μας πρέπει να είναι έτοιμο για αναμόρφωση, εκτεθειμένο σε όλους τους ερεθισμούς, να αυτοσχεδιάζει αδιάκοπα και να διατηρεί μια ερωτική σχέση με την παράδοση. Να προσπαθεί να ενώνει τα αντίθετα και να χορεύει τον τρελό χορό της σύγκρουσης των αντιθέτων. Είναι συγκλονιστικό να αισθάνεσαι τα όρια του σώματος σου διαπερατά, ανοιχτούς ενεργειακούς αγωγούς, τόπους μετάλλαξης πρωτογενών υλικών. Προχωρούσαμε με την πίστη ότι το σώμα μας δεν πρέπει να ωριμάζει, σαν να μη γεννήθηκε ποτέ και σαν να προσπαθεί κάθε φορά να γεννηθεί. Αυτό που μας δυσκόλευε ήταν το εγώ μας, που προσπαθούσε να ριζώσει βαθιά μέσα μας για να πλάσει «τέλειο και αμετάβλητο σχήμα» στα αισθήματα μας. Πιστέψαμε στο σώμα μας και προχωρούσαμε βαθιά μέσα του χωρίς να ρίχνουμε σκάλα απ’ έξω, για να την κατεβάσουμε μέσα στο βαθύ υλικό μας. Προσπαθούσαμε να προκαλέσουμε την εξέγερση βαθύτερων δυνάμεων που βίαια θα ανέτρεπαν όλες τις σκάλες. Προσπαθήσαμε να γκρεμίσουμε τους τοίχους που μας κρατούσανε βυθισμένους μέσα στον εαυτό μας και να φέρουμε στην επιφάνεια εικόνες από το χώρο του ασύνειδου, να πετάξουμε έξω από τα γνωστά μας όρια και να αιωρούμεθα. Συνειδητοποιήσαμε ότι το χρέος μας είναι να κάνουμε συνενόχους τους ανθρώπους και να τους έχουμε συνεργούς στο μεγάλο ταξίδι για τη χώρα της Μνήμης, αυτής που κρύβει την πρωταρχική γλώσσα του κυττάρου, και ν’ αυτοσχεδιάζουμε διαρκώς θέλοντας να μοιραστούμε με τους άλλους το «συγκεκριμένο» που βρίσκαμε στον αυτοσχεδιασμό. Προσπαθούσαμε να κρατάμε πάντα ανοιχτά τα μάτια της αυτογνωσίας.
Μέσα από τη διαδικασία της αναζήτησης των ηχογόνων σωματικών πηγών προσπαθήσαμε να βρούμε τον ρυθμό της λέξης. Καίριο παράδειγμα για την εκφορά του λόγου η φράση «κάματόν τ’ ευκάματον», από το πρώτο χορικό των Βακχών. Έρχονται οι Βάκχες στην Ελλάδα συνοδεύοντας τον Διόνυσο και τραγουδώντας «κάματόν τ’ ευκάματον», δηλαδή «έχουμε κούραση αλλά καλή κούραση». Αυτή η φράση αποδόθηκε πολλές φορές τελείως περιγραφικά, όπου οι Βάκχες έρχονται στη σκηνή κουρασμένες και ακουμπούν σε κάποιες πέτρες των αρχαίων θεάτρων μας, λες και θέλουν να ξεκουραστούν.
Εμείς, ερευνώντας το «κάματόν τ’ ευκάματον», βρήκαμε στον ρυθμό του τα μέτρα του πυρρίχιου χορού. Οι Βάκχες έρχονται χορεύοντας τον χορό της φωτιάς, χτυπώντας τα πόδια στη γη όπως στον ποντιακό πυρρίχιο χορό ή σε κάποιο συγγενικό χορό της Ανατολής. Οι ηθοποιοί σε κατάσταση μέθης οδηγούνται σε μία απρόβλεπτη έκρηξη ενέργειας και μέσα από τις ρωγμές του σώματος γεννιούνται φωτεινές, ανυπότακτες ύλες έτοιμες για μετάπλαση. Όπως ακριβώς στη φύση συσσωρεύεται η ενέργεια μέσα από αντίθετες ροές και γίνεται μία έκρηξη.
Πάντα λέω στον ηθοποιό μου, «χαλάρωσε, άφησε τους φυσικούς άξονες να εκφραστούν όπως αυτοί θέλουν, μην τους δίνεις διαταγές». Όταν αυτονομηθεί η λεκάνη ή αλλιώς το ενεργειακό τρίγωνο που περιέχει τις τρεις βασικές ενεργειακές ζώνες, τότε διοχετεύεται η ενέργεια σ’ όλο το σώμα και απελευθερώνει δυνάμεις – άξονες και γεννάει πρωτοφανέρωτους εκφραστικούς κώδικες. Όταν αυτονομηθεί το χέρι, το δάκτυλο θα χορέψει τον δικό του χορό, της δικής του παράδοσης, όπως χορεύουνε οι Σούφι, όπως χορεύουνε το ζεϊμπέκικο. Η παλάμη αυτονομείται και χορεύει όπως στο Νο και στο Κατακάλι, διαμορφώνει κώδικες, θυμάται δικές της μνήμες, όπως χόρευαν πριν από εκατό χρόνια οι πρόγονοι μας, χωρίς να ντρέπονται, με απόλυτη ελευθερία.
Η βαθύτερη ανάγκη μου είναι ο ρυθμός, γιατί αισθάνομαι ότι από τον ρυθμό γεννιέται η μορφή. Ο ρυθμός εξάλλου έχει λογικό πυρήνα. Και το πιο αφηρημένο σχήμα, η πιο φευγαλέα κίνηση που γεννιέται από τον ρυθμό, βασίζεται και σ’ έναν βαθύτερο λογικό νόμο. Αν μπορέσεις να βρεις τον πυρηνικό ρυθμό σε δύο αράδες, τότε θ’ αποκαλυφθεί ο ρυθμός που χαρακτηρίζει όλη την ενότητα και στη συνέχεια όλο το κείμενο.
Πιστεύω ότι ένα κείμενο αποτελείται από ρυθμικές ενότητες, ιδιαίτερα στο αρχαίο δράμα. Πολλές φορές μένω κατάπληκτος γιατί χωρίς να προκατασκευάζω τον ρυθμό μέσα από μία δραματουργική επεξεργασία ή μέσα από μία προεργασία σκηνοθετική αποτυπωμένη στο χαρτί, γεννιέται μέσα από τον ρυθμό η διαδικασία της αποδόμησης, της ανάλυσης και της ανασύνθεσης του υλικού. Από το ελάχιστο αρχικό σημείο χτίζεται μία καθολική εικόνα, με πολλές σημασίες, από τις οποίες παίρνω υπόψη μου κάποιες. Άλλες φορές το υλικό εκτρέπεται και πρέπει να ακολουθήσω τη ροή του. Ή παρεμβαίνει αιφνιδίως ένας παράγοντας και το υλικό κλυδωνίζεται. Ή πρέπει να προκαλέσω εγώ αυτόν τον κλυδωνισμό. Από την εισβολή του «απροσδόκητου» μπορεί να ανατραπεί όλη η άποψη. Και μπορεί το απροσδόκητο να εμφανιστεί και στη διάρκεια των παραστάσεων, όταν έχει παραχθεί πια το καλλιτεχνικό έργο. Υπάρχουν πολλοί τέτοιοι απροσδόκητοι εκτροχιασμοί, που ωστόσο έχουν δομή. Πολλές φορές τη δομή του ονείρου. Μια απροσδιόριστη ονειρική ύλη. Παγιδεύομαι και ο ίδιος μέσα σ’ αυτό το υλικό, το οποίο μου αποκαλύπτει ένα τοπίο πρωτόγνωρο, που με καλεί να πορευτώ μέσα του. Πολλές φορές παραβιάζω και κάποια κείμενα, από μία έμμονη ανάγκη μου να οδηγηθώ στο πρωτόγνωρο. Προχωρώντας με τους ηθοποιούς βαθύτερα, αυτό που εκφράζουν είναι στο μεταίχμιο της τάξης και του χάους. Ένα όριο ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, αντλώντας από τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης.
ΠΙΣΤΕΥΩ πως δεν υπάρχουν σημεία στίξης στο θέατρο. Δεν υπάρχει τελεία, κόμμα, θαυμαστικό και αγκύλη. Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα οποία κατά κόρον το αστικό θέατρο χρησιμοποιεί σαν τα δυναμικά στοιχεία της εκφραστικής του γλώσσας. Υπάρχει πάντοτε μία θερμοκρασία κάτω από τον λόγο και πάρα πολλές διακυμάνσεις των εσωτερικών ήχων. Δεν ψάχνουμε τη λέξη στον φλοιό, όπου δίνεται η εντολή, αλλά την αναζητούμε και στις επτά ενεργειακές ζώνες του σώματος. Ο εντοπισμός αυτών των ενεργειακών ηχογόνων ζωνών διαμορφώνει και τη λειτουργία της αναπνοής. Μπορεί κανείς να αναπνέει από ένα σωματικό σημείο και να κινηθεί το σημείο αυτό με εντολή του διαφράγματος και να δημιουργεί έτσι πολυρυθμικές, λυτρωτικές κινήσεις. Συνήθως ακολουθώ τον ρυθμό και δεν καταφεύγω σε συγκεκριμένες εικόνες, θέλοντας να πιάσω την άκρη του νήματος. Ακολουθώ τον ρυθμό, στοχεύοντας σ’ ένα σημείο αυτής της αφηρημένης και απείθαρχης ύλης, διερευνώντας τα όρια της. Ακολουθώ τον ρυθμό σαν να είμαι μία συνιστώσα του, απενεργοποιώντας σχετικά τον φλοιό του εγκεφάλου, οδηγούμαι συχνά σε ένα τοπίο πρωτόγνωρο με δύσκολες σωματικές θέσεις, όπου ο λόγος δεν είναι επεξηγηματικός, αλλά φυσικός. Πολλές φορές λόγος – πόνος. Για μένα ο λόγος δεν είναι η εννοιολογική ερμηνεία του, η περιγραφή του, αλλά η εικόνα της δομής της λέξης, δηλαδή η εσωτερική της αιτία. Κι εδώ διαφοροποιώ τη σχέση μου από το εννοιολογικό θέατρο. Μ’ ενδιαφέρει, ερμηνεύοντας κανείς μία φράση να ανακαλύπτει ακόμη και την ηχογόνο πηγή της. Είναι μία προσπάθεια που διαρκώς αποδίδει ολοένα και ουσιαστικότερα αποτελέσματα στο επίπεδο της έρευνας της ζωτικής ενέργειας. Η ζωτική ενέργεια παράγει φυσικό χρόνο, ο οποίος δεν έχει συναίσθημα. Η φυσική πηγή παράγει ενέργεια, δεν παράγει συναίσθημα. Παράγει ήχους και συχνότητες πολύ πριν από το συναίσθημα. Είναι πιο καθαρά όλα πριν από το συναίσθημα.
Υπάρχει ένα κείμενο ασιατικό πάνω στους «επτά κύκλους του ενδιαφέροντος», για μια μάνα που της φέρνουν το παιδί της νεκρό. Μόλις το βλέπει, βγάζει μία κραυγή, παθαίνει ένα ολοθυμικό σοκ, μετά περνάει στο συναίσθημα, μετά το συναίσθημα απευθύνεται στους γείτονες, μετά οι γείτονες κλαίνε και ουρλιάζουνε, μετά γίνεται «οπερέτα» και μετά περνάει και στις εφημερίδες και έρχεται κι η γειτόνισσα, η οποία είναι έτοιμη (θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα) να εμφανιστεί στην τηλεόραση και ν’ αναφερθεί στο γεγονός. Καταλαβαίνει κανείς πως απομακρύνονται τα πράγματα από την πρωτογενή αλήθεια.
Πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να αποκοπεί από τη λογοτεχνία. Για να γίνει αυτό, πρέπει να εξαγνίσουμε το θέατρο από το Κείμενο. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε την προτεραιότητα των λέξεων. Ό λόγος, όπως τον αντιλαμβάνομαι, δεν είναι ποτέ μία λογοτεχνική γλώσσα. Είναι κάτι περισσότερο, βιολογικό ή πνευματικό, με την έννοια ότι κατέχει την πρωταρχική λειτουργία της γλώσσας. Ούτε το θέατρο σαν λογοτεχνία ούτε η λογοτεχνία σαν θέατρο έχουν τίποτα να κάνουν με τη λειτουργία που αποδίδουμε στις λέξεις.
Δεν θέλω να πω ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε τα θεατρικά κείμενα. Αισθάνομαι την ανάγκη να απομακρυνθώ από το θέατρο της εποχής μας, που τείνει να συγχέει το θεατρικό κείμενο, δηλαδή μία ανεξάρτητη λογοτεχνική φόρμα, με το θέατρο και να γίνεται έτσι υπόδουλο του γραπτού λόγου, και ο λόγος του ηθοποιού να υπαγορεύεται από τις τυπωμένες λέξεις.
Όπως υποστηρίζει ο Σούζι Τεραγιάμα, πρέπει να αντιμετωπίζουμε το κείμενο όχι σαν κάτι που πρέπει να διαβαστεί λέξη προς λέξη, αλλά σαν ένα χάρτη. Λέγεται πως η ιστορία του χάρτη είναι πιο παλιά από αυτό της λογοτεχνίας. Ακόμη και στην προϊστορία ο άνθρωπος ήταν αναγκασμένος να κάνει γραφικές αναπαραστάσεις με σκοπό να καταλάβει που βρισκόταν και πόσο μακριά έπρεπε να πάει. Αν η περιοχή που σχεδιάστηκε πάνω στο διάγραμμα μπορεί να γίνει βατή από ανθρώπινο πόδι, ανήκει στην ιστορία. Αν δεν μπορεί να γίνει βατή, αν είναι ένα φανταστικό δωμάτιο με λουλούδια, ή η αγριότητα των ανθρώπινων σχέσεων ή η ζεστή οικειότητα του ανθρώπινου κορμιού, τότε είναι θέατρο.
Όπως ένας χάρτης μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους και να γίνει αιτία για πολλές τυχαίες συναντήσεις, έτσι και το κείμενο είναι ένα καθοδηγητικό πλάνο που μας δίνει τη δυνατότητα να κινούμαστε μπρος ανάμεσα στη γεωγραφία των έσω και των έξω, σ’ ένα φανταστικό θεατρικό ταξίδι που το μοιραζόμαστε με το κοινό.
ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ ΤΑΞΙΔΕΨΑ. Αυτή η διάθεση μου να ταξιδεύω σε όλο τον κόσμο, αποκαλύπτει την ανάγκη μου να μετακινούμαι διαρκώς. Έχω πάντα τη δυσκολία του μόνιμου χώρου, της μόνιμης πόλης, και πάντα την ανάγκη να μαθαίνω, να αλλάζω σημείο αναφοράς και να βλέπω τον κόσμο να αλλάζει. Συνάντησα πολλούς λαούς και πολιτισμούς. Διδάχθηκα πολλά από τον Συμβολισμό του Ιαπωνικού θεάτρου, την αυστηρή δομή των παραστάσεων, την εκφραστική οικονομία, τη σκηνική λιτότητα και τη θρησκευτικότητα. Με βοήθησε η γερμανική φιλοσοφική σκέψη στη συστηματοποίηση προσέγγισης των γεγονότων. Έμαθα πολλά από τους Ρώσους ηθοποιούς με τον σπάνιο εύθραυστο ψυχισμό τους. Αναγνώρισα στους απόδημους Έλληνες του Πόντου, της Αυστραλίας, της Βόρειας και Νότιας Αμερικής τη δύναμη και την ουσία του Ελληνισμού.
Στον Πόντο, στον Καύκασο, αναζητούσα την καταγωγή μου. Το σπίτι της μητέρας μου. Γιατί εκεί γεννήθηκε στην Τάκοβα της Αμπχαζίας. Πήγαμε εκεί να παρουσιάσουμε τις Βάκχες και το Υλικό Μήδειας. Στην Κολχίδα μάλιστα παίξαμε τη Μήδεια σε μία ορθόδοξη εκκλησία των Ελλήνων, την οποία κάποτε οι σταλινικοί μετέτρεψαν σε νεκροτομείο. Έγινε θέατρο στην περεστρόικα. Συναντήσαμε Έλληνες, Αμπχαζιανούς, που δεν σκέφτονταν ακόμα ότι σε λίγο θα τους σάρωνε το μεγάλο κακό, ότι άρχιζε ο πόλεμος. Εκεί συνάντηση τη μεγάλη Ελληνίδα τραγωδό Σοφία Φωστηροπούλου, η οποία σκοτώθηκε δύο χρόνια μετά, στους βομβαρδισμούς του Σοχούμι. Στην Κολχίδα, το σημερινό Πότι, την πατρίδα της Μήδειας, έλαβα, πριν από την παράσταση της Μήδειας, μια αγκαλιά λουλούδια και ένα γράμμα την ημέρα της παράστασης, από τον πλοίαρχο Γιώργο Παπανδρεάδη. Ερχόταν από τον Βόλο και έφερνε στάρι, αλλά είχε μπλοκαριστεί, γιατί στο λιμάνι του Πότι είχε απεργία. Μου έγραψε: «χαίρομαι που ήρθατε στην πατρίδα της Μήδειας για να παίξετε αυτό το έργο. Κι εγώ ήρθα εδώ με το πλοίο ΑΡΓΩ». Μετά παίξαμε τις Βάκχες στην Τυφλίδα, όπου εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον σκηνοθέτη του σινεμά Σεργκέι Παρατζάνοφ.
Μ’ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΕ ο ψυχισμός των λαών της Λατινικής Αμερικής και όλα εκείνα τα στοιχεία μιας απροσδιόριστης καταγωγής επιμιξιών. Ευαισθησία πολύ μεγάλη, χαρά για τη ζωή παρά τα προβλήματα τους. Συγγενεύουν αρκετά με τους μεσογειακούς λαούς. Πηγαινοέρχομαι στη Λατινική Αμερική εδώ και χρόνια και πραγματικά είναι ένα κομμάτι της γης που μ’ έχει συνεπάρει. Ιδιαίτερα η Κολομβία, για την αρχαία και σύγχρονη παράδοση της. Στην Κολομβία τα προηγούμενα χρόνια, στο πλαίσιο του διεθνούς Φεστιβάλ Θεάτρου της Μπογκοτά, που είναι πολύ σημαντικό, είχα παρουσιάσει παραστάσεις τραγωδίας και είχα οργανώσει διάφορα σεμινάρια για νέους ηθοποιούς. Στο τρίτο εργαστήρι, το οποίο έγινε τον Μάιο του 1997, πήραν μέρος εβδομήντα νέοι ηθοποιοί και σπουδαστές Δραματικών Σχολών. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν Ινδιάνοι. Από αυτούς επέλεξα εννέα ηθοποιούς, που αποτέλεσαν τον πυρήνα μίας παράστασης, βασισμένης στον μύθο του προκολομβιανού θεού Γιουρουπαρί. Μελέτησα στοιχεία της προκολομβιανής κουλτούρας ερευνώντας τον μύθο του Γιουρουπαρί, αντίστοιχου του δικού μας Διόνυσου. Εδώ θα ανακαλέσω στη μνήμη μου στιγμές από τις πρόβες των Βακχών πριν από δεκαπέντε χρόνια, όπου διαρκώς αναφερόμουν στα σωματικά γωνιώδη και στις σωματικές θέσεις των προκολομβιανών γλυπτών και το κάρμα τελικά με οδήγησε στην Κολομβία, για να τα δω όλα αυτά από κοντά και να τα ξαναδουλέψω. Όπως έμεινα κατάπληκτος όταν είδα πριν από πέντε χρόνια στο Μουσείο των Θηβών εικόνες των Βακχών σε βάζα του 6ου αιώνα π.Χ., με τις ίδιες σωματικές θέσεις και εκφράσεις, όπως τις είχαμε αποδώσει στις Βάκχες του Ευριπίδη και που παρόμοιες συναντάς στον πολιτισμό των ιθαγενών της Αυστραλίας ή στους Νουράγκινε της Σαρδηνίας, στον μυκηναϊκό πολιτισμό αλλά και σε άλλους πολιτισμούς.
Σε κάποιο εργαστήρι στην Μπογκοτά, ανάμεσα στους ηθοποιούς υπήρχε και ένας νεαρός από τον Αμαζόνιο, που το όνομα του ήταν Άριελ. Άριελ σημαίνει «πνεύμα του δάσους»… Ο Σαίξπηρ ήξερε το όνομα Άριελ, όταν το χρησιμοποίησε στην Τρικυμία… Και πραγματικά μου το επιβεβαίωσαν κάποιοι Κολομβιανοί ανθρωπολόγοι, ότι ο Σαίξπηρ ήξερε πάρα πολλά για τους μύθους των αποικιών. Οδήγησα τους ηθοποιούς μέσα από τον δικό μου τρόπο δουλειάς στην αναζήτηση της έκστασης. Ο Άριελ άρχισε να εκπέμπει κάποιους ήχους, άγνωστης συχνότητας για μένα, που είχαν μία άλλη χροιά. Ξαφνιάστηκα. Και το σώμα του άρχισε να κινείται σε κάποιους ρυθμούς που με εντυπωσίασαν. Δεν είχα ξαναδεί αυτούς τους κώδικες του σώματος ! Οι Ινδιάνοι ανθρωπολόγοι που παρακολουθούσαν το εργαστήρι και συμμετείχαν και πρακτικά, γιατί τους ενδιέφερε η δουλειά μου στην τραγωδία, μου είπαν ότι ο Άριελ προέρχεται από τα χωριά Κάουκα Σέλβα, γνωστά για τα αρχαία θρησκευτικά τους δρώμενα.
Θα ήθελα ν’ αναφέρω ένα δρώμενο που το παρακολούθησα στην Κολομβία, στη διάρκεια του οποίου οι κάτοικοι του χωριού υπερβαίνουν τα σωματικά τους όρια και προχωρούν στην έκσταση. Ο διάλογος στηρίζεται στον ρυθμό. Λόγου χάρη, ένας λέει: «Είδα έναν άνθρωπο νεκρό, ενώ ερχόμουν να σε συναντήσω. Τι συνέβη;», κι ο άλλος: «Μα πως ήταν το πρόσωπο του; » Και καταλαβαίνει από την στιχομυθία που αναπτύσσεται χωρίς να ξέρεις τη γλώσσα, με την περιγραφή των χεριών και του κεφαλιού, όπου ο ένας λέει «ρά, ρά, ρά,…τι, τι, τι,…ά, ά, ά…» το οποίο εξαφανίζει τη λέξη και γίνεται ένας ήχος όπως στον Αισχύλο το «Οτό, το, το, το,… τι, τι, τι…» στον θρήνο των Περσών, και ο άλλος απαντά με αντίστοιχο τρόπο. Μετά, σιγά σιγά, γεννιέται μία λέξη αφηγηματική που προσπαθεί να σου ξεκαθαρίσει την ιστορία. Και μία δεύτερη λέξη, και μία τρίτη. Αλλά όχι περισσότερες. Και γίνεται «ά, ναι, ά, …πώς, πώς, πώς … έ, έ, έ… νεκρός!, νεκρός!, νεκρός!». Κι είναι μία απειροελάχιστη ιστορία που θα μπορούσαμε εμείς να την εξαντλήσουμε σ’ ένα λεπτό: «Τι έγινε;», «Έγινε αυτό!». Μέσα όμως από τη δική τους παράδοση, η αφήγηση έχει κι ένα χαρακτήρα πλούσια εκφραστικό, και διαρκεί μία ώρα. Ο χωρικός εκφράζεται με το σώμα του, αναπτύσσει ήχους και αυτοσχεδιασμούς. Σημασία έχει η δυνατότητα του ν’ αυτοσχεδιάζει και αυτή τη μικρή αφήγηση να την κάνει τέχνη και να προχωρήσει στη δημιουργία του ρυθμού και να αφηγηθεί μέσα από τον ρυθμό. Όπως συμβαίνει στην τζαζ και σε άλλες μορφές τέχνης, όπου ο ρυθμός αφηγείται. Και πάλι από τα γκέτο και τους μαύρους προέρχεται, που προσπαθούν να βρουν την εκφραστική ελευθερία τους μέσα σε απειροελάχιστα πράγματα.
Μετά μπαίνουν στο δρώμενο και οι θεατές, μετά μπαίνει όλο το χωριό, μετά μπαίνουν τα πουλιά, μετά μπαίνει και όλη η φύση. Κι αυτό αναπτύσσεται. Και φτάνει σ’ έναν διονυσιακό παροξυσμό αδιανόητο. Κι όλα γίνονται αυθόρμητα. Όλα αυτά είναι ένα υλικό εσωτερικό, που δεν ζητάει να χειραφετηθεί, δεν ζητάει να γίνει μία λέξη ή μία φράση με λογικό ειρμό. Καταλαβαίνεις μ’ αυτούς τους ήχους το γεγονός. Οι ασυνάρτητοι ήχοι περιγράφουν μία ιστορία. Αυτό είχε κάνει και ο Μπρούκ κάποτε στην παράσταση του Τα Πουλιά, βασισμένη σε ένα αφρικανικό δρώμενο. Σήμερα τα χάσαμε όλα γιατί είμαστε υπερπληροφορημένοι, γιατί θέλουμε να εξαντλήσουμε ένα ζήτημα σ’ ένα λεπτό, να τελειώνουμε για να πάμε παρακάτω…
Στην Μελβούρνη παρακολούθησαν τις Βάκχες ιθαγενείς και μετά την παράσταση μου είπαν: «Μα, αυτό που κάνεις το ξέρουμε». Τους ρωτώ: «Πως το ξέρετε;» «Έχουμε τα ίδια ρούχα, βαφόμαστε με τον ίδιο τρόπο και επίσης έχουμε τον ίδιο εκφραστικό κώδικα με τον δικό σας». Έμεινα άναυδος. Λέω: Καλά, πως; Εγώ δεν ξέρω τίποτα για εσάς» Την επομένη μέρα με τον Νιανιάρι, έναν από τους ιθαγενείς, καθίσαμε κάτω από ένα δέντρο κάπου έξω από τη Μελβούρνη. Άρχισε να τραγουδάει και να βάφεται όπως κι εμείς. Έκανε κάποιες κινήσεις που έμοιαζαν με τις κινήσεις των δικών μας Βακχών. Την επόμενη χρονιά ξαναταξίδεψα στη Μελβούρνη και πήγαμε με τον Νιανιάρι σ’ ένα δάσος, πολύ μακριά από την πρωτεύουσα. Κάναμε και ένα ντοκιμαντέρ μαζί. Ήταν έξοχος, όταν αναπαρίστανε πουλιά και στοιχεία της φύσης.
Το πιο παλιό είναι το πιο καινούργιο. Αρκεί να είναι αληθινό. Όταν είδα τα μπαλέτα της Νέας Γουινέας στο φεστιβάλ της Μπογκοτά, διαπίστωσα ότι έκαναν εκπληκτικά πράγματα. Χόρευαν σ’ έναν φρενήρη ρυθμό. Με μία ταχύτητα απίστευτη. Και οι γυναίκες τραγουδούσαν με μια πολύ ψιλή φωνή, και η πρώτη χορεύτρια τραγουδούσε τραγούδια που σου θύμιζαν άριες. Όλα προϋπήρξαν. Εμείς τώρα, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να τα ξανα-ανακαλύπτουμε, για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε τον σύγχρονο κόσμο μέσα από την παράδοση.
Άρχισα να σκέφτομαι πάνω στην παγκοσμιότητα και τη διαχρονικότητα του έργου τέχνης, σε ζητήματα που λίγο-πολύ με έβγαλαν από μία τοπικιστική διάθεση, που μπορεί να είχα. Κατάλαβα ότι τα στοιχεία της δομής είναι όμοια σε όλους τους λαούς και όσο προχωράμε βαθύτερα, ψάχνοντας το θεμέλιο της ανθρώπινης ύπαρξης, βρίσκουμε και τις κοινές ρίζες. Ένα είναι το δέντρο της παράδοσης, με βαθιές τις ρίζες. Με αυτή την έννοια, βλέπουμε πολλές φορές την ίδια ακριβώς έκφραση των βαθύτερων αγωνιών και αναγκών στην τέχνη της Αυστραλίας, στην προκολομβιανή τέχνη και σε άλλες παραδόσεις. Συγγενεύουν, γιατί οι ίδιες ανάγκες, ακόμη και σε διαφορετικές εποχές γέννησαν τους ίδιους μύθους. Οι μύθοι του Διόνυσου, της Δήμητρας, του Απόλλωνα υπάρχουν σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς, με διαφορετικά, βεβαίως, ονόματα.
Από όλη αυτή την εμπειρία επηρεάστηκα αρκετά στο ανέβασμα του Γιουρουπαρί. Ενώ ο Διόνυσος στο πρώτο ανέβασμα των Βακχών με την ομάδα Άττις αποδιδόταν μέσα από την ανάπτυξη σωματικών και φωνητικών κωδίκων, εδώ τόλμησα μέχρι και την απόλυτη σιωπή, την παύση. Αυτή τη φορά αναρωτήθηκα αρκετά. «Τι είναι πέρα από τα πράγματα;» «Τι είναι θάνατος: Τι είναι τo τούνελ που περνάμε όλοι; Τι είναι το άσπρο φως μετά το τούνελ που αυτοί έχουν την τεχνική να το πλησιάσουν; Ποια είναι τα ζητήματα της τραγωδίας όταν προσθέσουμε αυτό το απόλυτο άσπρο φως;» Άρχισα ν’ αναλογίζομαι για το ταξίδι της Περσεφόνης στον Άδη και την επαναφορά, για το ταξίδι της Άλκηστης και του Ηρακλή, για τα Ελευσίνια Μυστήρια, για όλο αυτό το θέμα του περάσματος σε μία άλλη διάσταση την οποία είχαν εντοπίσει οι αρχαίοι λαοί. Έχουν τρόπους μετάβασης κι επιστροφής που ακόμη διατηρούνται μέσα από την προφορική παράδοση σε κάποιους πολιτισμούς. Κατάλαβα ότι τις έρευνες μου στην τραγωδία πρέπει να τις συνεχίσω με την καινούργια εμπειρία που απέκτησα. Για να φτάσω σε μεγαλύτερη αφαίρεση, σ’ έναν απόλυτο μινιμαλισμό, αναζητώντας την εικόνα του πυρηνικού ρυθμού.
ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ, βρήκα πραγματικά μέσα στο σώμα κρυμμένες δυνάμεις, οι οποίες με ώθησαν στη συνέχιση της δουλειάς μου, που με οδήγησε στο Μήδειας Υλικό, στους Πέρσες, στο Κουαρτέτο, στον Κανόνα, στην Αντιγόνη, στον Προμηθέα Δεσμώτη, στον Διόνυσο, στον Ηρακλή, στην Κάθοδο, στο Πάσκα Ντεβάντις, στον Άμλετ, στο Στεφάνι και στον Ηρακλή Μαινόμενο.
Στους Πέρσες του Αισχύλου η αυτοκρατορία ενταφιάζει τις δομές της και στο τέλος καταρρέει κι αυτή. Οι γέροντες, η Άτοσσα, ο Ξέρξης, όλοι σε χορό του θανάτου επιμελούνται την ταφή τους. Θρηνούν εαυτούς και αλλήλους. Η μελαγχολία τους μετουσιώνεται σε ασυνείδητη επιθυμία θανάτου. Επιθυμία μιάς τελικής απόλυτης ηρεμίας. Η στατική αυτή παράσταση ήταν ένας πολυρυθμικός θρήνος σε κρεσέντο.
Στο Μήδειας Υλικό δημιούργησα ενότητες εικόνων και ένα ρυθμό που ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκτροχιαστεί. Δεν υπήρχε η ανέλιξη του τραγικού, η κορύφωση του υλικού όπως στην τραγωδία. Αυτό φαίνεται καθαρά στην παράσταση, όπου η Μήδεια αναζητά με έμμονο τρόπο την εικόνα του Ιάσονα. Ο Ιάσων είναι η αφορμή για να παραθέτει τις εμμονές της. Ο Ιάσων της δίνει αυτό που δεν θέλει και ζητάει από τη Μήδεια αυτό που δεν έχει να του δώσει. Η εικόνα που έχει γι’ αυτήν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα κι έτσι τροφοδοτεί τον προσωπικό του ναρκισσισμό, με τη Μήδεια πάντα στη θέση του διάμεσου, στο ταξίδι του για ένα τοπίο που δεν υπάρχει. Τι σύγχρονη τραγωδία! Η κάθε ποιητική λέξη στο κείμενο αυτό είναι ένας θρόμβος αίμα. Είναι μία λέξη που πάντα ζει. Κι έχεις την αίσθηση πολλές φορές ότι είναι έτοιμη να πεθάνει κι όμως ζει. Στον Μύλλερ ή Μήδεια κάνει κύκλο. Όπως ο πίθηκος, που γυρίζει και τρώει την ουρά του. Γίνεται μία προσπάθεια απεγκλωβισμού της ενέργειας, αλλά κρατιέται μέσα στο σώμα και καίγεται. Το κείμενο είναι μία διαρκής αναίρεση. Σε τρεις αράδες λέγεται κάτι που αναιρείται στις επόμενες τρεις. Οι ρυθμοί, οι αισθήσεις παραμένουν μετέωροι. Πως προσεγγίζεις το μετέωρο; Οι ηθοποιοί συνήθως επιθυμούν τη δραματική κατάσταση που τους επιτρέπει να φορτιστούν, ν’ απευθυνθούν στο κοινό, να διοχετεύσουν την ενέργεια τους και να οδηγηθούν στην κατάσταση της ποθητής κάθαρσης. Εδώ, τη στιγμή που κατορθώνουν να φορτιστούν, λόγω της αιφνίδιας τροπής του κειμένου καταρρέουν. Για να μπορέσω λοιπόν να συνδέσω τη σκηνική πράξη, ακολούθησα το κείμενο: όπου έκανε στοπ, έκανα στοπ, ακολουθώντας τον ρυθμό, την έκρηξη της σκέψης του Μύλλερ. Έτσι οδηγήθηκα σε μία ενιαία μορφή, που συντίθεται από μικρά θραύσματα. Είναι ο σωστότερος δρόμος για να βρεις τη συγκολλητική ύλη. Πρέπει να ακολουθείς πάντα τον ρυθμό του κειμένου.
Αξέχαστη θα μου μείνει ή παράσταση του έργου Μήδειας Υλικό με την Άλλα Ντεμίντοβα στη βυζαντινή εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Κωνσταντινούπολη. Το Δεσποτικό σαν αμφιθέατρο. Οι στοές στον γυναικωνίτη και οι θόλοι διευκόλυναν τον ήχο. Η παράσταση έπρεπε να γίνει στις επτά το απόγευμα. Λυκόφως. Το φως έμπαινε από τα παράθυρα και ήταν πορτοκαλί-μαβί. Έβαλα προβολείς με ομοιόχρωμα φίλτρα έξω από την εκκλησία, για να διατηρηθεί στη διάρκεια όλης της παράστασης το λυκόφως, που έδινε στον χώρο την εικόνα πυρκαγιάς. Μπήκε η Ντεμίντοβα σ’ αυτό τον χώρο και τρόμαξε, γιατί μιλούσε θεατρικά και δεν ακουγόταν. Άρχισε να εκφέρει τον λόγο πιο αργά και πάλι δεν ακουγόταν. Ώσπου ξαφνικά όλοι αυτοί οι θόλοι γίνανε ηχεία του χώρου και βοήθησαν να ακουστεί το μέλος του λόγου, η μουσική του λόγου. Γιατί έγινε ο λόγος ψαλμός. Και έκανε αντήχηση ο λόγος-ψαλμός.
Στον προμηθέα Δεσμώτη επικρατούσαν δύο άξονες. Ο άξονας του ακίνητου Προμηθέα, ωστόσο εσωτερικά κινητικού, με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Και από την άλλη ο άξονας της κινητικής Ιούς, αποδιωγμένης, κυνηγημένης από τον Δία. Όταν αυτοί οι δύο άξονες διασταυρώνονταν στην παράσταση, είχαμε και τη μέγιστη στιγμή δέους που διοχετευόταν από τον Προμηθέα, ο οποίος σε κατάσταση έκστασης προφήτευε το μέλλον της Ιούς και παράλληλα γεωγραφούσε τον κόσμο. Η διασταύρωση των δύο ενεργειών δημιουργεί τη μέγιστη δύναμη.
Η Αντιγόνη, συμπαραγωγή του θεάτρου Ολύμπικο της Βιτσέντζας και του Θεάτρου Άττις, μετά το Teatro Olimpico, παρουσιάστηκε και στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου. Στην παράσταση της Επιδαύρου αναπτύχθηκε ο τραγικός μύθος πάνω σ’ έναν λευκό κύκλο μίας απόλυτα κλειστής γεωμετρίας. Η παράσταση θύμιζε τελετή θανάτου, με σημαντικές αναφορές στην επιστροφή των νεκρών όπως αυτή αποδίδεται στο θέατρο Καμπούκι και Νό.
Δουλεύοντας με τους ηθοποιούς μου και τον Βασίλη Βασικεχαγιόγλου πάνω στο υλικό της Μηχανιάδος του, διαμορφώθηκε ένα θεατρικό κείμενο πυκνού λόγου, μεγάλης έντασης και ενέργειας. Το έργο Κανών. Σ’ αυτό το έργο τίποτα δεν είναι δοσμένο. Όλα εκπέμπονται από μία πηγή μνήμης, ως αντανάκλαση γεγονότων που ίσως συνέβησαν σε μία πυκνή στιγμή ελάχιστου χρόνου, ή που θα συμβούν στο μέλλον μέσα στον χρόνο ενός ανοιγοκλεισίματος των βλεφάρων. Προγραμματίζαμε να εγκαινιάσουμε το θέατρο Άττις με την παράσταση του Κανόνα. Αλλά ο Διόνυσος ήθελε κι αυτή τη φορά να δώσουμε την πρώτη παράσταση στο εξωτερικό. Έτσι η πρεμιέρα έγινε στο περίφημο θέατρο Σαν Μαρτίν του Μπουένος Άιρες. Συγκινημένος από το θέαμα ο Ερνέστο Σάμπατο, σηκώθηκε πρώτος όρθιος και χειροκροτούσε θερμά, συμπαρασύροντας και τους άλλους θεατές.
Στο Κουαρτέτο, αυτό που δόθηκε ερμηνευτικά και σκηνοθετικά ήταν το χιούμορ και στις δύο εκδοχές, τη ρώσικη και την ελληνική. Ενώ υπήρχε η κλιμάκωση της έντασης από σκηνή σε σκηνή, υπήρχε κι ένας μικρός επίλογος πάντα, μια επωδός με χιούμορ. Πολύ ειρωνικά και οι δύο ήρωες, αντιμετώπιζαν τα γεγονότα για να περάσουν εκεί όπου καταρρέουν τα πράγματα, και όσο καταρρέουν, αποκαλύπτεται με χιούμορ η δομή τους. Διαρκώς οι ηθοποιοί Αλλάζουν θέση, ταχύτητα, οπτική γωνία, κέντρο βάρους, φύλο, μεταβαίνοντας από τον θύτη στο θύμα, από τον νικητή στον νικημένο.
Στη σκηνική σύνθεση Το χρήμα, μέσα από τη σωματικότητα, τις δικές μας τεχνικές, τις ανελέητες χειρονομιακές ερμηνείες, θελήσαμε να φωτίσουμε τις κοινωνικές αιτίες των γεγονότων. Τα πρόσωπα του έργου προωθούν τα προϊόντα τους, τους συνανθρώπους τους ως προϊόντα, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό τους. Έχουμε την απόλυτη ταυτοπροσωπία ανθρώπου και προϊόντος, με μοναδικό σκοπό το χρήμα. Ο άνθρωπος-χρηματομηχανή κινείται σ’ ένα χώρο όπου όλα επιτρέπονται και όλα κοστολογούνται. Επιχειρήσαμε να ανακαλύψουμε τις αντιστοιχίες με τον σημερινό κόσμο του θριάμβου της τεχνολογίας και να δούμε τις συνέπειες του, τον τραυματισμό των ουμανιστικών αξιών, των ονείρων και τις επερχόμενες καταστροφές.
Συλλογικά ερμήνευσαν τον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ οι ηθοποιοί του Άττις, με αίσθηση σαρκασμού και χιούμορ, θέτοντας σειρά ερωτημάτων για το πριν, το τώρα και το μέλλον. Ακροβατούσαν σ’ ένα όριο στο οποίο χανόταν το σωματικό κέντρο βάρους και βρίσκονταν σε μία διαρκή ειρωνική εγρήγορση, μέσα από την οποία περνούσαν από τη σάτιρα στο δράμα και αντιστρόφως, υπαινισσόμενοι ελάχιστες αισθήσεις του δικού μας σατυρικού δράματος. Στον Ηρακλή ο ήρωας είναι ταυτισμένος με την Ύδρα, με τη μηχανή πολέμου, με το Προϊόν. Σ’ αυτό το έργο θριαμβεύει η ταυτοπροσωπία Ηρακλής – Ύδρα – Μηχανή – Προϊόν. Αυτή η διαχρονική εικόνα του ανθρώπου.
Στην Κάθοδο συνεχίσαμε τον προβληματισμό μας πάνω στο θέμα της Μανίας του Ηρωισμού, που το αγγίξαμε με τον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ. Το υλικό της Καθόδου στηρίζεται στον μύθο των Τραχινιών του Σοφοκλή και στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη. Ο ήρωας αντιλαμβάνεται ότι για τα όσα φοβερά διέπραξε, δεν είναι ο ίδιος υπεύθυνος αλλά η τρέλα του, που έχει θεϊκή προέλευση. Βαθύτατα ένοχος, για να απαλλαγεί από το μίασμα, αναζητά έναν τόπο εξαγνισμού και ηρεμίας. Θέλει να κατέβει στον Άδη, για να γλιτώσει από τα βάσανα του. Αυτό το πέρασμα στον Άδη απασχόλησε την ομάδα Άττις, αναζητώντας τους εκφραστικούς κώδικες στον χρόνο του Άδη και, μέσα από αυτούς, στοιχεία της γλώσσας του σατυρικού δράματος.
ΜΕΛΕΤΗΣΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΟΥ τα φαινόμενα της φύσης. Τον νόμο του κύματος, της αστραπής, του σεισμού, δηλαδή τις δυνάμεις της φύσης που είναι και οι δυνάμεις του καλού. Η μελέτη αυτών των στοιχείων ήταν για μας πολύτιμη. Αυτή η εμπειρία περνάει και μέσα από τις παραστάσεις μου. Πολλές φορές, θέλοντας να δώσω στους ηθοποιούς την εικόνα μίας πιο εύγλωττης ερμηνείας πάνω στον ρυθμό του λόγου, χρησιμοποιώ μνήμες από τη φύση. Και τους λέω, «εδώ ο αέρας δεν περνάει. Ο αέρας όταν φτάνει στον κορμό του δένδρου τον πλήττει. Ωστόσο ο κορμός μένει ακίνητος». Τους μιλάω για τον ρυθμό του αέρα καθώς διαπερνά τα φύλλα ή για τον ρυθμό του κύματος. Πως γεννιέται μα και πως σκάει. Απλές αναφορές στη φύση, που είναι συγχρόνως πηγές ενέργειας. Η φύση για μένα δεν είναι ήρεμη. Η βροχή είναι δυνατή. Η θάλασσα αγριεμένη. Η φύση στην πιο βίαιη της έκφραση. Αυτή την εικόνα κουβαλάω. Και αυτούς τους ρυθμούς μπορεί κανείς να τους δει και στη δουλειά μου. Εδώ θα αναφερθώ στη μεγάλη μου δασκάλα, θα έλεγα, την Κατίνα Παξινού, που βλέποντας την επηρεάστηκα βαθιά από το ερμηνευτικό της παραλήρημα, τον τρόπο που καταργεί τη στίξη και προχωράει σε μία γλώσσα η οποία είναι δεμένη απόλυτα με τους πολυρυθμικούς χρόνους της φύσης, της χαράς, της γέννησης και του θανάτου. Γνώριζε η Παξινού να ερμηνεύει κρυμμένους χρόνους, που βρίσκονται πολλές φορές πίσω από τη μαύρη γραμμή, μέσα στην παύση, ανάμεσα σε δύο σημεία. Αυτό προσπαθώ να ψάξω. Τι υπάρχει πίσω από αυτό το διάστημα, πίσω από το λεγόμενο θεατρικό κενό; Ποιες ύλες κρυμμένες πίσω από την κάθε λέξη; Αυτά τα μικροδιαστήματα, όπως στη μινιμαλιστική μουσική, στη σύγχρονη ζωγραφική και συνολικά στη σύγχρονη τέχνη. Μέσα από αυτό το ελάχιστο μπορεί σιγά σιγά να διαμορφωθεί εξελικτικά μία εικόνα τραγικού μεγέθους.
Η λειτουργία του ηθοποιού δεν είναι ούτε να τον παρατηρούν ούτε να επιδεικνύεται, αντίθετα να ωθεί, να υποκινεί τους άλλους. Το πρώτο βήμα της υποκριτικής είναι να δημιουργήσει μία σχέση αδιεξόδου με το ακροατήριο. Για να μπορεί ο ηθοποιός να δώσει νόημα στην παρουσία του στην σκηνή, πρέπει να είναι ικανός να εφεύρει τη δική του γλώσσα, για να μπορεί να εκφράσει μία μαγική κατάσταση. Ο ηθοποιός δεν πρέπει ν’ απομνημονεύει κάθε προσωπική δράση, πρέπει, αντίθετα, συνεχώς να ξεχνά. Κάθε καινούργια κατάσταση δεν είναι τίποτε άλλο από τη συσσώρευση όλων αυτών που έχουν ξεχαστεί. Ο ηθοποιός παίζοντας πρέπει να τα βλέπει όλα, αλλά και να κατανοεί το αντίθετο. Να παίζει ψυχρά και το κοινό αντίθετα να είναι θερμό. Δηλαδή θα πρέπει να προβοκάρει τα αισθήματα των θεατών κι αυτό επίσης χρειάζεται τεχνική. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε πάλι τη φράση του Ντιντερό: «Τα δάκρυα του ηθοποιού βγαίνουν από το μυαλό του».
Ο ηθοποιός πρέπει να βρίσκεται εδώ και αγωνιωδώς κάπου αλλού. Να βρίσκεται σε μία διαρκή πάλη ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που δεν είναι. Ανάμεσα σε αυτό που ζει και σε αυτό που δεν υπάρχει. Ανάμεσα σε αυτό που γνωρίζει και σε αυτό που δεν γνωρίζει. Ο ηθοποιός πρέπει να έχει αίσθηση των θεατών, αίσθηση των εκφραστικών του σημείων, ένστικτο για να ξέρει σε ποια περιοχή βρίσκεται και ποιες παγίδες ν’ αποφύγει. Και παράλληλα να έχει κουλτούρα και πνευματικότητα. Ρωτάω τους ηθοποιούς μου: «ανακουφίζεστε ή κουράζεστε μ’ αυτήν τη σύνθετη λειτουργία;» «Ανακουφιζόμαστε όταν πιάνουμε το κέντρο της λειτουργίας» απαντούν.
Η διαδικασία της παράστασης αρχίζει με την προετοιμασία στο καμαρίνι. Αυτό που κάνει και ο ηθοποιός του Καμπούκι. Αυτοσυγκεντρώνεται μπροστά στον καθρέφτη και θέλει να δει, μέσα από αυτόν, το είδωλο του. Να μπει στον ρόλο του, διασχίζοντας τον καθρέφτη. Είναι και ο τρόπος ο δικός μας. Δυόμισι ώρες πριν από την παράσταση οι ηθοποιοί μου πηγαίνουν στο θέατρο και δουλεύουν. Κάνουν γυμναστική, μακιγιάρονται. Γιατί μακιγιάζ σημαίνει ότι «από αυτό που είμαι στην καθημερινότητα, αφού χαλάρωσα το σώμα μου, τώρα σιγά σιγά μεταμορφώνομαι. Αλλάζω μάσκα, μπαίνω στον χώρο του δρωμένου».
Το θέατρο που κάνω δεν νομίζω ότι μπορεί να οριστεί ως θέατρο του θανάτου. Είναι μία δίοδος. Άλλοτε είναι πολύ στενή. Άλλοτε είναι μία σχεδία, σε μία νεκρή θάλασσα η οποία κοχλάζει στο βάθος της. Και θέλω πραγματικά σ’ αυτή τη σχεδία που είναι σχεδόν ακίνητη πάνω στην Αχερουσία Λίμνη να βρω τον χρόνο, έναν άλλο χρόνο-άχρονο, πέρα από τον χρόνο του πάθους της Μήδειας και του Διόνυσου, όπου ο ηθοποιός θα βλέπει την εικόνα του, απέναντι του, πίσω από τον κλασσικό καθρέφτη. Η έννοια του θανάτου και του ονείρου με απασχολεί από την παιδική μου ηλικία και λυπάμαι που βλέπω σήμερα τη δυνατότητα που έχει ο καθένας να κατασκευάζει το όνειρο με τα χέρια του, μέσα από τη χρήση ενός κομπιούτερ. Συνήθειες που διαβρώνουν συνεχώς τα βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης μας. Όπως λέει και ο Σαίξπηρ, «Η συνήθεια και της φύσης το καλούπι μπορεί ν’ αλλάξει». Ελάχιστες είναι οι στιγμές και ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που μπαίνουν σε διαδικασία αναζήτησης κάποιων αληθειών, γι’ αυτό και λειτουργούμε πάντα με το υποκατάστατο της αλήθειας. Με το διάμεσο που υπάρχει ανάμεσα σε μας και την αλήθεια. Το διάμεσο ως αλήθεια. Το έψαξα στον Σάρτρ, στον Μύλλερ και θα το αναζητήσω στον Ζενέ και στον Μπέκετ. Είναι λίγοι οι θεατρικοί συγγραφείς που θα σκηνοθετήσω. Είναι πάρα πολύ λίγοι αυτοί με τους οποίους νομίζω ότι έχω μία σχέση, γι’ αυτό και στην περίπτωση μου δεν μπορεί κανείς να πει ότι δημιουργώ έχοντας υπόψη μου το παγκόσμιο θέατρο και τις σύγχρονες ανάγκες της θεατρολογίας. Είναι μία κίνηση εσωτερικής ανάγκης, μιας δικής μου οριακής ανάγκης. Είναι ένα προσωπικό θέατρο, θα έλεγα. Ιδιαίτερα προσωπικό και από κει και πέρα, στην προσπάθεια μου να πάω βαθύτερα στη δομή αυτού του θεάτρου, ερευνώ βαθύτερα τις δομές της δικής μου ύπαρξης. Το θέατρο μου αφορά ιδιαίτερους ηθοποιούς που έχουν ίδιες αγωνίες με μένα.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΣΤΕΓΑΖΩ-ΣΤΕΓΑΖΟΜΑΙ και στέγη είναι ξένες προς την ιδιοσυγκρασία μου. Πάντοτε η ιδέα της στέγης, μου δημιουργούσε ανασφάλεια και πανικό. Ίσως από μία ανάγκη να διαφυλάξω τον εαυτό μου από τη φθορά που δημιουργεί η σταθερή θέση ή ακόμα και να τον εξοντώσω, πιστεύοντας ότι «τα πάντα ρεί». Μ’ αυτήν την έννοια, χαριτολογώντας, πάντα έλεγα τι να τον κάνω τον μόνιμο θεατρικό χώρο, προτιμώ τον «εσωτερικό» μεταβαλλόμενο. Περιέφερα τόσο το δικό μου όραμα όσο και των συνεργατών μου σε διαφορετικά τοπία του κόσμου. Σημαντικά θέατρα με μεγάλη φόρτιση, όπου παρουσίασα τις παραστάσεις μου, άνοιξαν καινούργιους ορίζοντες στη δουλειά μου. Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ με την μπρεχτική παράδοση, εκεί που διδάχτηκα την τέχνη της σκηνοθεσίας, η Σάουμπίνε των πειραμάτων και της έρευνας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζας, αρχιτεκτονικό αριστούργημα του Παλάντιο, το Αμφιθέατρο της Σιζουόκα του Αράτα Ισοζάκι κ.α. Επίσης έμαθα να προσαρμόζω τις παραστάσεις μας σε διαφορετικές σκηνές σ’ ότι αφορά τις διαστάσεις, το ύφος και την παράδοση. Σ’ αυτό με βοήθησαν οι λιτές και ουσιαστικές σκηνογραφικές προτάσεις των πολύτιμων συνεργατών μου, του σκηνογράφου Γιάννη Πάτσα, του Ερμόφιλου Χοντολίδη και του εικαστικού καλλιτέχνη Αλέξανδρου Κόκκινου.
Με τα χρόνια κουραζόμαστε και θέλουμε μιά γωνιά. Μία σχετική ησυχία. Ωστόσο πιστεύω ότι με χώρο ή χωρίς αυτόν, το ζητούμενο είναι η ισορροπία ανάμεσα στο θέατρο και τη ζωή. Περιπλανήθηκα σε περιοχές όπως το Παγκράτι, η Κυψέλη, τα Πατήσια, αναζητώντας χώρο. Ωστόσο ξεκινώντας από εκεί, τα βήματα μου μ’ επανέφεραν πάντα στο υποβαθμισμένο Μεταξουργείο. Περπατώντας τα κυριακάτικα πρωινά σ’ αυτή την περιοχή, ταξίδευα στη δεκαετία του ’60, στην ελληνική επαρχία όπου μεγάλωσα.
Φαίνεται ότι αναζητούσα αυτή την εικόνα και την έβρισκα στην αιμορραγούσα ανοιχτή πληγή της Αθήνας, που είναι το Μεταξουργείο. Σ’ αυτή την περιοχή ξαφνιάζεται κανείς από εκρήξεις εικόνων και αισθήσεων που μεταβάλλουν διαρκώς το τοπίο. Αυτή η διαρκής μεταβολή με ξεκουράζει, ανθρώπινα και καλλιτεχνικά. Ένα παλιό σπίτι και η αυλή του μετατράπηκαν σε θεατρικό χώρο, λιτό και λειτουργικό, φτιαγμένο από ξύλο και σίδερο. Ανάμεσα σε παρηκμασμένους βιομηχανικούς χώρους, μικρομάγαζα και οίκους ανοχής.
ΑΤΤΙΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ και οι Βάκχες ήταν το πρώτο έργο που ανέβασα. Και επειδή η ομάδα που είχε επιλεγεί τότε ήταν ποντιακής καταγωγής, την ονόμασα Άττις. Ο Άττις είναι ο Διόνυσος του χειμώνα, είναι ο σπόρος, είναι η κυοφορία και η προσπάθεια της γέννας. Ο Άττις είναι ο Διόνυσος από τη Φρυγία. Από τον Πόντο. Την πατρίδα μου.
Όλοι οι ηθοποιοί με τους οποίους συνεργάστηκα, έθεσαν το λιθαράκι τους στη διαμόρφωση της άποψης και της αισθητικής του Άττις. Ωστόσο θα ήθελα ν’ αναφερθώ σε μερικούς από αυτούς, που μετουσίωσαν κάποιες πλευρές της έρευνας μας διανοίγοντας καινούργιους εκφραστικούς δρόμους. Αξέχαστη θα μείνει η στιγμή της «αναγνώρισης» από τις Βάκχες του Ευριπίδη, όπου η Σοφία Μιχοπούλου κατάφερε μία στιγμή να τη μετατρέψει σε συμπαντική και διαχρονική. Η Σοφία Μιχοπούλου, κρατώντας το κεφάλι του γιου της Πενθέα και πιστεύοντας ότι είναι κεφάλι λιονταριού, άρχισε να διαστέλλει πολύ υποδειγματικά το στόμα της περνώντας στην αλαλία. Σιγά σιγά η αλαλία απλώθηκε σε όλο το σώμα. Δεν μπορούσε να εκφραστεί, όχι επειδή δεν μπορούσε να πιστέψει – αυτό είναι μία μεταγενέστερη λειτουργία. Είχε αποσβολωθεί και προσπαθούσε να βρει τον ενεργειακό αγωγό. Και όλο το σώμα παλλόταν. Έβγαζε ήχους πρωτογενείς, που πολύ αργά διαμόρφωναν τη λέξη.
Οι «συγκεκριμένες κινήσεις» είναι άξονες και οι συγκεκριμένοι άξονες γεννούν νέους. Στην περίπτωση του Τάσου Δήμα μπορείς να δεις, όταν απελευθερώνονται, πόσο σεβόμενος τους κώδικες - άξονες δημιουργεί άλλους, που είναι, στην κυριολεξία, το αποτέλεσμα των ίδιων κωδίκων. Ο Τάσος Δήμας έφτασε σε στοιχεία ερμηνευτικά που ήταν λίγο απρόσμενα, χωρίς να παρακάμψει τους συγκεκριμένους κώδικες για να πάει σε ρεαλιστικούς. Στον Ηρακλή του Χάινερ Μύλλερ αναζητούσε κάτι και δεν μπορούσε να οδηγηθεί πουθενά. Του λέω, «προχώρα το». Και δημιούργησε ένα χρόνο για τρία-τέσσερα λεπτά, όπου κατάλαβε ότι δεν είχε καμία συναισθηματική φόρτιση, ευρισκόμενος ωστόσο σε μία αναζήτηση του απροσδιόριστου και του ανερμήνευτου. Ένα μεγάλο ερωτηματικό για την τέχνη είναι αυτή η στιγμή. Ο Τάσος Δήμας, γνωρίζοντας εσωτερικά το σύστημα δουλειάς μας, μπορεί να απελευθερώνει μέγιστες δυνάμεις. Η Ανέζα Παπαδοπούλου τολμά και προχωράει στα πιο λαβυρινθώδη εσωτερικά τοπία, ανασύροντας πρωτοφανέρωτους κώδικες αρχαίων μνημών. Ο Άκης Σακελλαρίου με τη συνθετική ικανότητα του, παράγει σπάνιες ερμηνευτικές αποχρώσεις.
Μου έχουν εντυπωθεί στιγμές στις πρόβες οι οποίες δεν έχουν θέση στην παράσταση, αλλά υπήρξαν συγκλονιστικές μαρτυρίες γιατί αναιρούσαν την προγραμματισμένη έρευνα. Θυμάμαι τον Γιώργο Συμεωνίδη, που μία μέρα στις πρόβες των Βακχών, στον ρόλο του αγγελιοφόρου, χρησιμοποιώντας το ενεργειακό του απόθεμα άρχισε στιγμιαία να «πετάει». Ο Γιώργος Συμεωνίδης, μέσα από την ψιλοδουλεμένη του ύπαρξη, προχωρεί στην άρση και την υπέρβαση των πραγμάτων με ασύγκριτο τρόπο. Η Καλλιόπη Ταχτσόγλου προχωράει στις πιο βαθιές και ανεξιχνίαστες περιοχές του όντος. Με τον ίδιο τρόπο η Ευρύκλεια Σωφρονιάδου και ο Δημήτρης Σιακάρας, αλλά και με αισθαντικότητα και δύναμη, φωτίζουν δύσκολες πλευρές των θεατρικών προσώπων. Η Όλια Λαζαρίδου, μέσα από τον εύθραυστο ψυχισμό της και την τεχνική της, κατάφερε να φωτίσει πολλές πλευρές της Μερτέιγ από το Κουαρτέτο του Χάινερ Μύλλερ. Από τις νεότερες γενιές, η Σοφία Χίλλ και ο Ιερώνυμος Καλετσάνος αναζητούν επίμονα τις διαστάσεις του βάθους και της υπέρβασης.
Από τους ξένους ηθοποιούς με τους οποίους συνεργάστηκα, θα ήθελα να αναφέρω τη Ρωσίδα ηθοποιό Άλλα Ντεμίντοβα, η οποία, όταν ψιθυρίζει, έχεις την αίσθηση ότι ετοιμάζει έναν κεραυνό και ο κεραυνός με τη σειρά του δημιουργεί εκείνο το ενεργειακό απόθεμα που μετουσιώνεται σε έναν χαμηλόφωνο, ισχυρό λόγο πάθους. Σ’ ένα σημείο του Υλικού Μήδειας δουλέψαμε με την Ντεμίντοβα σαν η Μήδεια να βρισκόταν στο κατάστρωμα της Αργούς και να τη διαπερνούσε ένα κύμα, καθώς μιλούσε. Έπρεπε λοιπόν να πηγαίνει και να έρχεται, όπως το κύμα. Και να έχει ο λόγος της και όλη η έκφραση της τον ρυθμό και την υγρασία του κύματος.
Αλλά και η Ιταλίδα Γκαλατέα Ράντσι, στενή συνεργάτης του Λούκα Ρονκόνι, με ευαισθησία και λυρισμό ερμήνευσε το οντολογικό πρόβλημα της Αντιγόνης. Της είπα να τραγουδήσει τους στίχους: «Τώρα που αποχαιρετώ τη Θήβα, και πάω να συναντήσω το θάνατο». Το τραγούδησε με την τοσκάνικη προφορά της όπως η Ελεωνόρα Ντούζε και η φωνή της βρήκε τον σωστό ηχητικό αγωγό της Επιδαύρου και η μελωδία της απλώθηκε σε όλο το αμφιθέατρο. Η Σαρδήνια ηθοποιός Λία Καρέντου ανέδειξε σε μεσογειακό αρχέτυπο την ηρωίδα Πάσκα Ντεβάντις του Μικελάντζελο Πιρά. Η Γερμανίδα Ίρμγκαρντ Πάουλις ερμήνευσε με μία δυναμική εξπρεσιονιστική γλώσσα την Γκέσε Γκότφριντ, από το θεατρικό έργο Ελευθερία στη Βρέμη του Ρ. Β. Φασμπίντερ. Εκρηκτική ήταν η ερμηνεία του Βαλμόν από τον σημαντικότατο Ρώσο ηθοποιό Ντίμα Πεφτσόφ. Ο Ινδιάνος κορυφαίος του Γιουρουπαρί, ο Άριελ Μαρτίνεζ, στην ερμηνεία του εξέπεμπε σε κατάσταση μέθης συχνότητες και ήχους άγνωστους σε μας. Με μοναδική δύναμη, εσωτερικό πάθος και εκφραστική συγκρότηση ερμήνευσε ο Τούρκος ηθοποιός Γετκίν Ντικισιλέρ τον Ηρακλή του Ευριπίδη. Συγκλονιστική υπήρξε η Αιλά Αλγκάν ως θρηνωδός στην ίδια παράσταση. Αρκετές φορές όταν ένας ηθοποιός μου ξεπερνώντας τα όρια της καθημερινής έρευνας δημιουργεί έναν πρωτόγνωρο ρυθμό, που μας υπερβαίνει, τότε λέμε: θεϊκό κομμάτι αυτό. Είναι για τον θεό.
Οι δημιουργοί προσπαθούν να αγγίξουν τον θεό. Κερδίζουν την ψευδαίσθηση της αθανασίας μέσα από τη δημιουργία. Λόγου χάρη , όταν ο ήλιος είναι κατακόρυφος και ζεματάει, τα στάχυα φαίνονται σαν να έχει ζωγραφίσει ο Βαν Γκογκ. Μπερδεύεται η φύση με το έργο της τέχνης. Αυτές οι αποκαλυπτικές εικόνες βοηθούν στο να εμφανιστεί η πυρηνική αίσθηση των πραγμάτων. Πιστεύω ότι οι δημιουργικοί άνθρωποι έχουν ένα μικρό δικαίωμα στην αθανασία. Φοβάμαι πως λιγοστεύει η δημιουργική φωτιά και πως θα σβήσει και τότε, αν σβήσει κι αυτή η φωτιά, που θα βρεθεί ο Προμηθέας; και πως μπορούμε τη μικρή φωτιά να τη γιγαντώσουμε; Με ποια επανάσταση;
Ο άνθρωπος σήμερα βιώνει την απελπισία γιατί η σύγκρουση με τους θεούς, που οδηγεί στην κάθαρση, τελείωσε. Στην αρχαία ζωή και στην τέχνη οι άνθρωποι συγκρούονταν με τους θεούς και στην προσπάθεια τους να τους μοιάσουν γίνονταν άτρωτοι. Έχουμε εξορίσει τους πραγματικούς θεούς και στη θέση τους μπήκαν οι απομιμήσεις. Η ζωή έγινε λαβυρινθώδης και μας αρέσει σήμερα ο λαβύρινθος. Ίσως στα τέλη του 21ου αιώνα ο «νέος άνθρωπος» θα γελάει με τις ιδέες και τις πράξεις των ανθρώπων του 20ου αιώνα, των τελευταίων ουμανιστών. Ίσως στον 21ο αιώνα οι άνθρωποι θα κατασκευάσουν κάποιους θεούς στα μέτρα τους, χωρίς την ανάγκη της σύγκρουσης και της ζύμωσης μαζί τους. Εδώ θα ήθελα ν’ αναφέρω μία φράση του Ταρκόφσκι για τον θεό. «Ο θεός είναι ένα σπίτι με πολλά ανοιχτά παράθυρα», είπε. Στο μέλλον τα σπίτια θα είναι κλειστά; Ο κόσμος, φυλακή;
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΩ είναι πολύ λίγο και δημιουργείται μέσα από τις εμμονές μου. Η βασική εμμονή μου είναι το θέατρο, που ώρες ώρες και πολύ συχνά μπερδεύω τα όρια του με εκείνα της ζωής. Η αμετάκλητη εμπλοκή μου σ’ αυτό δηλώνει ένα σύνολο προσωπικών εμμονών. Οι εμμονές εκδηλώνονται ακόμη και στην καθημερινή μου ζωή. Δεν βλέπω τηλεόραση. Αρνούμαι το φτηνό κοινωνικό και πολιτικό σήριαλ και όποιο πράγμα μου καταργεί τη δυνατότητα να αισθάνομαι αρμονικά με τους άλλους. Ζω με έναν τρόπο λες και βρισκόμαστε στην περίοδο του μεσοπολέμου. Ζω τη μετάβαση και περιμένω. Αυτό καθορίζει όλη τη συμπεριφορά μου. Προσπαθώ να βιώσω το πάθος και τον πόνο που παρέχει το πάθος, τον πόνο του πάθους. Για να φτάσω στο μάθος. Το πάθος είναι μάθος. Δεν γνωρίζω τόσο πολλά για να είμαι σοφός δάσκαλος και από την άλλη δεν είμαι τόσο αθώος για να είμαι μαθητής. Νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής όταν δουλεύω με νέους ανθρώπους κι αυτό μου δίνει δύναμη, περιεχόμενο στη ζωή μου, την ομορφαίνει. Αναζητώ κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, στιγμές της χαμένης ουτοπίας και πενθώ με τον τρόπο μου για την απώλεια της.
ΚΑΝΩ ΘΕΑΤΡΟ για να καλυτερέψω, για να μπορώ να ακούω και να καταλαβαίνω τους άλλους. Κάνω θέατρο για να μπορώ – και μακάρι να φτάσω στο σημείο αυτό – να μη λέω πολλά, να λέω λίγα. Κάνω θέατρο για τη σιωπή, όπου μέσα της μία μικρή αίσθηση, μία μικρή χροιά, ένα κοίταγμα θα μπορούν αυτόματα να ερμηνεύονται χωρίς λόγια, λόγια, λόγια, γιατί η κρίση του κόσμου σήμερα είναι τα πολλά λόγια. Διαπιστώνουμε την κρίση, όλοι γράφουμε βιβλία, όλοι λέμε, όλοι ερμηνεύουμε τα πάντα, όλοι έχουμε άποψη για όλα και κανείς μας δεν σιωπά. Πιστεύω ότι η στιγμή της μεγάλης έντασης δεν έχει λόγια, δεν έχει ερμηνεία, δεν έχει αναγωγή, δεν έχει αναφορές και μεταφορές. Είναι αυτό που είναι. Γιατί στην υψηλή θερμοκρασία, είτε του πάγου είτε της φωτιάς, μεταλλάσσονται και μορφοποιούνται τα πράγματα. Και αυτή είναι η διαδικασία της τέχνης και της ζωής. Η μετάλλαξη. Και είναι αυτό το ζητούμενο, κόντρα σε όλο εκείνο το παζάρι, την οχλοβοή του σύγχρονου κόσμου. Γι’ αυτό όταν μιλάω, συνδέω τα πάντα με το «πέρασμα», γι’ αυτό συγκλονίζομαι από την τραγωδία, από κάποιους συγγραφείς, συγκλονίζομαι από τους μεγάλους πολιτισμούς για τη σιωπή, για να φτάσω στη σιωπή.
πηγή : http://www.pokethe.gr/wordpress/?p=109
Ετικέτες
terzopoulos
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)